Μηδέν ἂγαν (σημασία-σχέσεις και χρήσεις)

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Πολλές φορές άκουσα ή και χρειάστηκε να πω  την έκφραση «μηδέν ἂγαν». Όμως τις περισσότερες από αυτές προβληματίστηκα γιατί φάνηκε αυτή να είναι «άγνωστη», αν και γινόταν αντιληπτή σχετιζόμενη με τα συμφραζόμενα. Παρ’ όλα αυτά θεώρησα καλύτερα, μετά από σχετική ερώτηση, να αναζητήσω την προέλευσή της και όχι μόνο…
Από την αρχή να πούμε πως η λεξούλα αυτή είναι ένα αρχαίο ποσοτικό  επίρρημα, που σήμερα δεν χρησιμοποιείται, παρά μόνο αν θέλουμε να διανθήσουμε τον λόγο μας με το γνωμικό «μηδέν ἂγαν».
Το παράδοξο είναι, πως ούτε και στην αρχαιότητα η έκφραση αυτή είχε πανελλήνια χρήση, παρά μόνο στις περιοχές των Δωριέων και των Αιολέων. Στην Αττική το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι δραματικοί ποιητές και αυτό κυρίως στα χορικά μέρη, στα οποία κατά παράδοση χρησιμοποιούσαν τη δωρική διάλεκτο. Έτσι βλέπουμε στην τραγωδία τού Αισχύλου[1] «Πέρσαι» στον στίχο 515 τη φράση «ἂγαν βαρεῖς», στον στ. 215 «…ἂγαν φοβεῖν…θαρσύνειν» στον 828… «Ζεύς κολαστής…ἂγαν φρονημάτων…(ἂγαν) εὓθυνος» ερμην. Γιατί βαρύς κριτής (ο Δίας) την υπέρμετρη έπαρση σκληρά κολάζει.  Επίσης βλέπουμε να χρησιμοποιείται ευρέως το επίρρημα αυτό σε προσδιορισμούς όπως: ἂγαν χρειώδης = πολύ χρειαζούμενος (και χρειαζούσιμος), ἂγαν ἱσχυρός, βίαιος, σφοδρός, οργίλος, δυσμενής, έμψυχος, αληθής, ἂγαν θυμός, φόβος…
Στο σημείο αυτό –για την ιστορία- να πούμε πως το «μηδέν ἂγαν» σημαίνει τίποτε το υπερβολικό – μην υπερβάλεις, και  αποδίδεται στον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, ήταν δε  ένα από τα τρία ηθικά παραγγέλματα στην πρόσοψη τού  ναού τού  Απόλλωνα στους Δελφούς. Τα άλλα δύο ήσαν: «Γνῶθι σαυτόν» του Θαλή και το «ἐγγύα παρά δ’ ἂτα» δηλ. δώσε εγγύηση και η ζημιά είναι κοντά, πρβλ. ο εγγυητής και πληρωτής. Αυτά ως προς την ιστορία…
Να συνεχίσουμε όμως με την παραγωγή τού «ἂγαν» και να πούμε πως αυτό έχει μητρική λέξη το ουσιαστικό «ἡ ἂγη» δωρ. «ἡ ἂγα». Η λέξη αυτή δηλώνει το σφοδρό συναίσθημα (ανεξάρτητα ευχάριστο ή δυσάρεστο). Το ρήμα είναι, ἂγαμαι = θαυμάζω, σέβομαι, τιμώ. (βλ. Οδύσ. Ζ, 168) όταν ο Οδυσσέας εκφράζει τον θαυμασμό του στη Ναυσικά λέγοντας «σέ, γύναι, ἂγαμαι». Όμως, όπως είπαμε παραπάνω σημαίνει και δυσανασχετώ, οργίζομαι βλ. Οδυσ. Ψ, 63- 64 «Ἀλλ’ ἀθανάτων κτεῖνε μνηστῆρας ἀγαυούς/ ὓβριν ἀγασάμενος θυμαλγέα καί κακά ἒργα» ερμην. Κάποιος αθάνατος θα σκότωσε τους αντρειωμένους μνηστήρες για τ’ όνομά τους τα φερσίματα και τα’ άδικά τους έργα.
Απ’ εδώ έχουμε και τα ρήματα:  αγάλλομαι = αισθάνομαι χαρά πρβλ. τα κάλαντα «οι Ουρανοί αγάλλονται…» ευχαρίστηση, υπερηφάνεια, απ’ εδώ και η λέξη «άγαλμα»  = αυτό που μας ευχαριστεί . Στην αρχαιότητα έχουμε και τις φράσεις ἂγαλμα πλούτου, ἂγαλμα τύμβου, ἂγαλμα δαιμόνων… Αντίθετα έχουμε το ρ. αγαίομαι που δηλώνει αποστροφή, οργή για τα «κακά έργα» ( βλ. Οδυσ. Υ 16).  «Ὣς ‘ρα τοῦ ἒνδον ὑλάκτει ἀγαιομένου κακά ἒργα» δηλ. έτσι αλυχτούσε μέσα του, κακά τηρώντας έργα (μτφρ. Αργύρη Εφταλιώτη). Σχετικό και το ρ. αγανακτώ (άγαν + έχω) «αγανάκτης», αντί «αγανέκτης» πρβλ. πλεονέκτης (πλέον έχει).
Με την επιτατική σημασία για καλό ή για κακό έχουμε τα σύνθετα ονόματα, όπως: Ἀγαμήδης* (ἂγαν + μῆδος[σύνεση]) = ο πολύ συνετός. Επίσης και το επίθ. αγαθός [αγάσσομαι], μέλλ. του άγαμαι= θαυμάζω, χαίρω, ευχαριστιέμαι (πρβλ. «οι ουρανοί αγάλλονται…») ο αγαθός, ο Αγάθων, η Αγλαΐα, το αγλάισμα (βλ. τα εκκλ. οικουμένης αγλάισμα, δέντρον αγλαόκαρπον ). Απ’ εδώ και η γαλήνη, ο γαλήνιος, το γαληνεύω.
Αγαλλίαση (πρβλ. την Αναστάσιμη ευχή «…ἀγαλλιασσώμεθα καί εὐφρανθώμεν ἐν αὐτή») αγαλλίαμα πρβλ. «…Μαρτύρων ἀγαλλίαμα…●» αγαστός= θαυμαστός, επαινετός, αρεστός  πρβλ. την έκφρ. «εν αγαστή συμπνοία». Βλ. και το αρχαίο ἀγακλεής (ἂγαν + κλέος) = ο λίαν ένδοξος, περίφημος [εὐ-κλεής]** πρβλ. στον Όμηρο (Οδύσ. Α338) και στον Ησίοδο (στ.44) όπου οι αοιδοί κλείουσιν (υμνούν – απαθανατίζουν) «κλέα ἀνδρῶν τε θεῶν τε». Αντιθ. ἀκλεής (α [αρνητ.] + κλέος) = άδοξος.
Αντίθετα , Αγαμέμνων (ἂγαν μένω ή μίμνω)= ο πεισματάρης, ο πολύ σταθερός στις αποφάσεις του. Το ρήμα αγαίομαι (με την αρνητική σημασία) θα μας δώσει τον ἐναγή δηλ. τον κακό, τον μυσαρό, τον ένοχο ανοσιουργήματος, τον ανήθικο. Γι αυτό και οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τη φράση «οὐδ’ ἀγαίομαι θεῶν ἒργα» «Ζεύς αὐτός ἀγαίεται» βλ. Ησ. Έργα 331 (σχετ. [ στο Ἂσπιλε]  «τόν ἐναγῆ τόν αἰσχροῖς λογισμοῖς…»).

Σημείωση:  Χρησιμοποιήθηκαν τα λεξικά
Ησυχίου τ. α΄ αναστατ. Έκδ. 1975
Λεξικόν Liddell – Scott
Σύγχρονον λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης εκδ. Άτλας 1961
Ορθογραφικόν λεξικόν Καθαρευούσης χ.χρον.
Λεξικόν ανωμάλων ρημάτων της αρχαίας Ελλην. Γλώσσης Γεωργίου Λ. Παπαοικονόμου εκδ. Καγιάφας 1951;
Ελληνική Αγωγή αρ. φύλλου 22/75 2003
Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας Βασδέκη Σταύρου Διαδίκτυο.
● Οι παραβολές – συγκρίσεις με εκκλησιαστικές φράσεις, γίνονται για να φανεί η συνέχεια και διάσωση τής Ελληνικής γλώσσας και μέσω των εκκλησιαστικών κειμένων.


[1]
Ο κορυφαίος τραγικός της αρχαιότητας (525 π.Χ [Αθήνα]- 456 π.Χ Γέλα [Σικελίας]. Έγραψε συνολικά 7 Τραγωδίες, μεταξύ των οποίων η Τραγωδία «Πέρσαι» η οποία είναι το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο τού Μεγάλου Τραγικού. Οι άλλες είναι: Ικέτιδες, Ορέστεια (τριλογία-Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες[Ερινύες]), Επτά επί Θήβας, και το μοναδικό  στην παγκόσμια Τραγική ποίηση, το οποίο αποτελεί τριλογία, Προμηθεύς ΔεσμώτηςΛυόμενος- Πυρφόρος.
*
Αγαμήδης∙ γιός του Εργίνου και βασιλιάς του Ορχομενού της Βοιωτίας λξκ. της Ελληνικής Αρχαιολογίας βλ. διαδίκτυο ΒΙΚΙΘΗΚΗ
** Είναι γνωστό πως ο θάνατος στους αρχαίους Έλληνες έπρεπε να είναι εὐκλεής (ένδοξος), καθ’ ότι διασφάλιζε αιώνια δόξα και υστεροφημία στον νεκρό, στους απογόνους του και στη γενιά του. Αντίθετα ο ἂδοξος ο ἀκλεής (α[στερ.] – κλέος) θάνατος, οδηγούσε στην ανυπαρξία και στη λήθη.

knafpl@hotmail.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.