Συμπληρώνονται εφέτος 166 χρόνια από το θάνατο του εθνικού μας ποιητή. Τη χρονιά που πέθανε ο άλλος λυράρης της λευτεριάς μας Ρήγας Φεραίος, το 1798 γεννήθηκε στη Ζάκυνθο ο Σολωμός κι όπως παρατηρεί χαρακτηριστικά ο Κωστής Παλαμάς, στο ίδιο κυκλοχρόνισμα, με το τέλος του εθνομάρτυρα με τα μεγάλα σαλπίσματα, έρχεται το πρώτο γλυκοχάραμα του άλλου, που θα ταίριαζε τα μεγάλα σαλπίσματα μέσα στη μουσική συμφωνία της τέχνης[1].
Η σύντομη έστω αναφορά μας στη λαμπρή βιοτροχιά του βάρδου της λευτεριάς είναι ηθικό χρέος για να διαφυλάξουμε ανόθευτη και απαραχάρακτη την εθνική μας ταυτότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από την ιστορική πορεία της φυλής μας και εκδιπλώνεται μέσα από το έργο του.
Η σύντομη, στα βάθη του οικογενειακού του υπόβαθρου, διερεύνηση θα δικαιολογήσει σίγουρα τη μετέπειτα πορεία του αλλά και την αγωνιώδη αφοσίωσή του σε τρεις παραμέτρους, της αλήθειας, της ελευθερίας και της γλώσσας.
Συναντούμε τους προγόνους του στη Βενετία πριν από το 1715, δηλαδή πριν από τη λήξη της Β’ Βενετοκρατίας στην Ελλάδα, με το όνομα Βαρβολάνοι. Το όνομα Σολωμός πρωτοφαίνεται επίσημα το 1697 σ’ ένα διάταγμα του Δόγη της Βενετίας. Η οικογένεια βεβαίως κατάγεται από την Κρήτη. Με το παραπάνω διάταγμα μας δίνεται η πληροφορία ότι ο Ιωάννης Αρσένιος Σολωμός, με όλο του το σπίτι, πέρασε από τη Κρήτη, αφού την πήραν οι Τούρκοι, στο Μωριά. Οι Σολωμοί πρόσφεραν υπηρεσίες στη Βενετική Δημοκρατία. Έτσι συναντούμε Σολωμούς στρατιώτες, νομικούς, ιερωμένους, άρχοντες και κυβερνήτες, σε στεριά και θάλασσα κι ακόμη ένας Σολωμός Δόγης, και μία αγία λαμπρύνουν το χρυσό γενεαλογικό τους δένδρο.
Ο εθνικός μας ποιητής γεννήθηκε το 1798 στη Ζάκυνθο. Πατέρας του ο Κόμης Νικόλαος Σολωμός 61 ετών τότε και μητέρα του η Αγγελική Νίκλη, από τα λαϊκά στρώματα του νησιού και πιθανώς μανιάτικης καταγωγής, ήταν μόλις 14 ετών όταν γεννήθηκε ο ποιητής. Πρώτοι δάσκαλοί του στο νησί, ο ιερέας Κασιμάτης, ο ελληνιστής Καραβίας, κι ο ιερέας – ποιητής Αντώνιος Μαρτελάος[2]. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1907, ο Κόμης Νικόλαος Μεσσαλάς, κηδεμόνας του, έστειλε τον μόλις 10 ετών Διονύσιο στην Ιταλία, για να σπουδάσει στο Κολλέγιο Santa Katerina στη Βενετία. Τον συνοδεύει ο αββάς Δον Santo Rossi, διδάσκαλός του, στα ιταλικά[3]. Δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός, ότι ο Rossi, είχε καταφύγει στη Ζάκυνθο διωγμένος από τη πατρίδα του, για τα φιλελεύθερα φρονήματά του, ποτισμένος από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης. Όλοι οι πρώτοι διδάσκαλοι του Σολωμού είναι άνθρωποι με φιλελεύθερες ιδέες.
Κάποιος βιογράφος του Σολωμού μας βεβαιώνει πως άκουσε τον Καραβία, έναν από τους ύστερους δασκάλους του ποιητή να ιστορεί, με πόσον ζήλον ο νέος μαθητής του μελετούσε τους αρχαίους Έλληνες ποιητές και ιστορικούς, πως εσπούδαζε την Αγία Γραφή και παθητικά μεγαλοφωνούσε απ’ έξω τους ψαλμούς του Δαβίδ, τους θρήνους του Ιερεμία και το μέγα ποίημα του Ιώβ. Έτσι και στην Κρεμώνα όταν πήγε, συνοδευμένος από τον Rossi για να τελειοποιηθεί στην ιταλική και στη λατινική παιδεία, οι Ιταλοί του διδάσκαλοι χαίρονταν, βλέποντας πόσο ζωντανά και πρωτόφαντα το ξένο παλληκάρι από την Ελλάδα συνήθιζε να εκφωνεί τους στίχους του Βιργιλίου. Και γνωρίζουμε, πως ένας απ’ τους διδασκάλους του στην Ιταλία, ενθουσιασμένος από τα πρώτα γυμνάσματα του μαθητή σε λατινικούς και ιταλικούς στίχους, του έλεγε: «Greco, tu farai dimenticare il nostro Monti» (Ελληνόπουλο, εσύ θα περάσεις τον Μόντη μας)[4].
Δυσκολοϋπόταχτος νέος ο Διονύσιος αποφοίτησε το 1815 από το Λύκειο της Κρεμώνας, αφού δε στάθηκε δυνατό να μείνει στο σχολείο της Βενετίας που απαιτούσε πειθαρχία.
Της ορμητικής κι ελεύθερης εκείνης ψυχής του Σολωμού, μόνος φράχτης ήταν ο σοβαρός, ενάρετος και φιλόστοργος Ρώσσης. Την εποχή εκείνη ο Διονύσιος ήταν πρόσχαρος, φιλοπαρατηρητικός, είχε δυνατό το αίσθημα της φιλίας. Συμμαθητής του τον είδε να κλάψει θερμά τον θάνατο ενός ομηλίκου του και να φιλήσει το χέρι ενός άλλου, ο οποίος είχε πράξει ένα ευεργέτημα. Σ’ αυτές τις εκδηλώσεις του προεικονιζόταν η μεγαλοφροσύνη του ανδρός, ο οποίος εις όλην του την ζωή δεν έκλεινε ποτέ την κεφαλήν εις άλλο ανθρώπινο ύψος, ειμή της αρετής[5].
Ευγνώμων προς τους διδασκάλους του έστειλε το 1850 στον διδάσκαλό του Πίνη το επίγραμμα «Μικρός Προφήτης» κι εχάρηκεν ο υπέργηρος, διδάσκαλός του αναγνωρίζοντας σ’ εκείνη την συνοπτική εικόνα την ποιητική του δύναμη[6]. Κάποια ανέκδοτα από τη ζωή του τότε μας φέρνουν άθελα στο νου, κάτι από τα πρώτα χρόνια πολυτάραχων ποιητών όπως ο Μπάϋρον και ο ΣέλΛεϋ. Το 1815 ο Σολωμός εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, προχωρεί μέχρι και το τρίτο έτος σπουδών, δεν τις ολοκληρώνει όμως και εγκαταλείπει την Παβία για τη Βενετία και Ζάκυνθο. Στη διάρκεια των σπουδών του γνωρίζεται με τους φιλολογικούς κύκλους κι έρχεται σε επαφή με το κίνημα του ρομαντισμού και σχετίζεται με το μεγάλο ποιητή Monti[7].
Στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο γύρισε χωρίς το πτυχίο της Νομικής, αλλά πλούσιος από την ιταλική σοφία και ποίηση.
Ο Δ. Σολωμός με το έργο του έδωσε τις συνιστώσες της φυλετικής μας ιδιοσυστασίας χάραξε τα εκτενή όρια της ελληνικής πνευματικής επικράτειας, συνειδητοποίησε τα κύρια σημεία του ψυχισμού μας και ξεχώρισε ανάμεσα στους θεσμοθέτες και θεματοφύλακες της «Ελληνικότητάς»[8] μας, όπως τεκμηριώνεται από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», τον «Ύμνο στην Ελευθερία», τον «Λάμπρο», την «Ελληνίδα Μητέρα», και άλλα.
Ο Διονύσιος Σολωμός, ο γεννημένος μέσα στην ιταλίζουσα ατμόσφαιρα των Επτανήσων, ο ιταλοτραφής κατά την κουλτούρα, ο φανατικός λάτρης της μούσας της Αυσονίας που δεν κατείχε σε βάθος όλες τις πτυχές της μητρικής του γλώσσας, αλλά τη λάτρεψε με πάθος και εμπνευσμένα, προοιωνίζοντας τη μεταγενέστερη πορεία της, χωρίς να έχει προσλαμβάνουσες παραστάσεις του έντονου και ιδιόμορφου ψυχισμού των εξεγερθέντων αδελφών του, αγνάντεψε στην Ελλάδα και το μεγαλείο της σ’ όλη την έκτασή του[9], «με τα μάτια της ψυχής του», που τα είχε «πάντα ανοιχτά, παντ’ άγρυπνα», να βλέπουν την αλήθεια.
Αυτό που κατόρθωσε να αφουγκρασθεί από την αγγλοκρατούμενη Επτάνησο, ήταν ο κρότος των επαναστατημένων όπλων, και ο ίδιος όμως έκανε τη φλογερή του γραφίδα καρυοφίλι, συνέλαβε τον αγωνιώδη παλμό της ελληνικής ψυχής.
Κι αυτόν τον ηρωικό απόηχο τον μετέγραψε πιστά, τον ξανατόνισε χαρισματικά και τον απαθανάτησε ανεξίτηλα μέσα σε στίχους ένθεους, αφού ο ίδιος πρώτος βίωσε στα βάθη της καρδιάς του την «ελληνικότητα», την μεταλαμπάδευσε, με το έργο του, σ’ όσους την ποθούσαν, «με λογισμό και μ’ όνειρο»[10]. Ο Σολωμός λάτρης της αλήθειας, την οποία υπηρέτησε πιστά, αφού και στην προσωπική χρυσή του σφραγίδα μαζί με τα αρχικά του ονόματος του αναγραφόταν περιμετρικά το σύνθημα της ζωής του: «Verum volo, verum amo», «την αλήθεια θέλω, την αλήθεια αγαπώ», θέσπισε τα ηθικά πρότυπα σε ένα Έθνος, λάξευσε τα υψηλοτέρα ιδανικά στις συνειδήσεις των συγχρόνων και μεταγενεστέρων. Και πάνω απ’ όλα το έργο του υπήρξε η διαφάνεια πάνω στην οποία αποτυπώθηκαν και προβλήθηκαν οι εγκυρότερες αξίες και ιδέες του Γένους μας. Η πίστη στο Χριστό, η θυσία για την Πατρίδα, η τιμή κι ο σεβασμός στην εξιδανικευμένη γυναίκα, ως μάννα, ως αδελφή, ως σύζυγο, η αγάπη στην ελληνική γλώσσα, το πάθος για την ελευθερία.
Ο Σολωμός δικαίως έχει χαρακτηρισθεί ως εθνικός ποιητής, χάρη σ’ ολόκληρη την ποιητική του δημιουργία αλλά ιδιαιτέρως χάρη στον «Ύμνο στην Ελευθερία» που χαρακτηρίσθηκε ως εθνικός και δεν θα παύσουν να παιανίζονται οι δύο πρώτες στροφές του όσο υπάρχει ανθρώπινη ζωή.
Όπως πολύ προσφυώς αναφέρει ο Λίνος Πολίτης[11], ο Σολωμός μέσα από την υπόθεση την εθνική φτάνει στην υπόθεση την υπερεθνική, την ευρωπαϊκή, την παγκόσμια φτάνει όμως ακριβώς επειδή βάθυνε πολύ στην εθνική[12]. ·
Κι αξίζει εδώ να θυμηθούμε τα λόγια ενός από τους πιο βαθείς νεότερους Γάλλους στοχαστές, τον Andre Gide στις Incidences[13] «Το έργο το πιο βαθιά εθνικό, το πιο ιδιότυπο από την εθνική την άποψη είναι μαζί και το έργο το πιο ανθρώπινο, εκείνο που μπορεί το περισσότερο να συγκινήσει τους λαούς τους πιο ξένους» κι αν μπορεί να πει κανείς «μια λογοτεχνία γινόμενη περισσότερο εθνική παίρνει τη θέση της μέσα στην ανθρωπότητα και τη σημασία της μέσα στην κοινή συμβολή». Αυτό είναι το τέρμα της μεγάλης και επίπονης πορείας που ακολούθησε ο Σολωμός. Από Ευρωπαίος πολίτης το 1818 βαδίζοντας το δρόμο προς την ελληνική παράδοση, το δρόμο του «εθνικού» ποιητή ως τις πιο βαθιές ρίζες συγκίνησε όλους τους λαούς κι έκανε τις ελληνικές αξίες οικουμενικές, πανανθρώπινες.
Η άμετρη αγάπη στην αλήθεια και η ιδέα της πανανθρώπινης αποδοχής της είναι η «αληθινή ουσία» για το Σολωμό κι αυτόν τον ρόλο θα πρέπει να διαδραματίζει η ποίηση.
Αυτές οι «Μεγάλες Ουσίες», όπως τις χαρακτηρίζει ο Σολωμός αναδύονται μέσα από τα έργα της ωριμότητας και της* υψηλής ποιητικής δημιουργίας του, από τον «Κρητικό», τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» και τον «Πόρφυρα».
Ο «Κρητικός» που συνδέεται με τη μελέτη της κρητικής λογοτεχνίας του 16ου και 17ου ‘αιώνα και ιδιαίτερα με τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου. Ο Σολωμός ως προς τη θεματική (Επανάσταση του ’21 στην Κρήτη – αποτυχία – προσφυγιά), αναπαράγει κυκλικά την ιστορική μοίρα των Κρητικών προσφύγων στα Επτάνησα, στους οποίους συγκαταλέγεται – από τον 17° αιώνα – και η οικογένεια Σολωμού, εμπεριέχουν εύγλωττους υπαινιγμούς για τη συνειδητή πρόθεση του ποιητή να ξαναπιάσει το κομμένο νήμα της παράδοσης και να γίνει με το έργο του ο συνεχιστής του Κορνάρου[14]. Η συνέχεια της παράδοσης τεκμηριώνεται εξίσου στο επίπεδο των αξιών, όπου ο Σολωμός επιλέγει να θεμελιώσει την κοσμολογία του στην αμφίσημη, άρα τραγική σχέση ανθρώπου – φύσης, ενώ παράλληλα πραγματοποιεί μέσω της ταυτότητας του κάλλους με το αγαθό μία εγκοσμίωση των φυσικών αξιών, που υπερβαίνει ελληνικότατα τη διάσταση υλικού και πνευματικού κόσμου[15]. Κι εδώ ο τόνος της ποίησης του Σολωμού είναι υψηλός, κινείται σε σφαίρες ιδανικές και υπερβατικές κι εκφράζει με εξομολογητικό τρόπο τον εσωτερικό του κόσμο, με προορισμό κατά τον Peter Macridge να στηρίζει ηθικά τους συμπατριώτες του[16]. Στον Κρητικό κινείται και πάλιν ο ποιητής σε τρεις ιδεολογικούς άξονες: Της Πατρίδας, της Θρησκείας, της αγάπης. Ιδιαίτερα στο απόσπασμα 2 αναφέρονται πολλά στοιχεία θρησκευτικά γύρω από τις χριστιανικές θέσεις για τη μέλλουσα ζωή, την ανάσταση των νεκρών, τη μέλλουσα κρίση, τη χριστιανική διδασκαλία, στοιχεία που μαρτυρούν τη βαθιά θεολογική κατάρτιση του Ποιητή. Στον ιδεολογικό άξονα της Πατρίδας παρουσιάζεται ο ήρωας του Ψηλορείτη να ταράζεται στα σπλάχνα από την ελπίδα της ελευθερίας, να οραματίζεται τη μορφή της Πατρίδας και κλαίγοντας ν’ απλώνει τα χέρια του σ’ αυτήν «τη θεϊκιά και όλη αίματα Πατρίδα» και να της απευθύνει το λόγο[17].
Ο τρίτος άξονας αναφέρεται στην αγάπη, στη σωτηρία της γυναικείας ύπαρξης και δίνει στην όλη υπόθεση μεταφυσικές διαστάσεις. Και στον Κρητικό η φύση αποτελεί πηγή πολιτισμικών αξιών: ομορφιάς, χαράς, καλοσύνης.
Η δεύτερη μεγάλη σύνθεση του Σολωμού, «Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», έργο που τον απασχόλησε περίπου είκοσι χρόνια, συνέπεσε με την ιστορική στιγμή της ηρωικής εξόδου του Μεσολογγίου (1825 – 1826). Το έργο αρθρώνεται πάνω σε μία σειρά από τραγικές συγκρούσεις, που συνιστούν μία κλιμάκωση δοκιμασιών του ατομικού ή συλλογικού ήρωα που οδηγούν σε συλλογική θυσία στην ολοκλήρωση και στον ηθικό θρίαμβο των πολιορκημένων.
Ιδιαίτερα στο Γ’ Σχεδίασμα κεντρικός άξονας είναι η τραγική σχέση ανθρώπου – φύσης, πιο συγκεκριμένα η σύγκρουση ανάμεσα στην αγάπη της ζωής και στην ηθική ελευθερία, που μέσα στη σολωμική κοσμολογία αντιπροσωπεύουν δύο εξίσου θεμελιώδεις αξίες[18]. Οι πολιορκημένοι αντιμετωπίζουν το τραγικό δίλημμα να σώσουν τη ζωή τους ή να την αρνηθούν χάρη της Πατρίδας. Διαλέγουν αδίσταχτα το δεύτερο, με τη θυσία τους καταφάσκουν την παραδοσιακή ιεράρχηση των αξιών, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία είναι ο μοναδικός τρόπος ύπαρξης, καθώς συνιστά την ελάχιστη αναγκαία συνθήκη για την ακεραιότητα και αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Η ταυτότητα Ελευθερία – Ελλάδα διευρύνεται στη μορφή της Θεάνθρωπης Μεγαλόψυχης Μάνας, που αγρυπνεί, παραστέκει τα αγωνιζόμενα παιδιά της. Το αξιολογικό σύστημα που προκύπτει από το περιεχόμενο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» προβάλλει τη ζωή ως αξία ανώτερη από την ατομική επιβίωση και επιβάλλει τη θυσία της ζωής, αφού επιβίωση χωρίς ελευθερία είναι αδιανόητη[19].
Ο Πόρφυρας είναι η τρίτη μεγάλη σύνθεση της ποιητικής ωριμότητας του Σολωμού, που ολοκληρώνει τη σολωμική κοσμολογία και ανθρωπολογία. Το έργο εμπνέεται ο Ποιητής από ένα πραγματικό γεγονός. Τον Ιούλιο του 1847 ένας καρχαρίας (=πόρφυρας) κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη.
Ο Σολωμός αξιοποιεί το γεγονός, απαλλάσσοντάς το από κάθε στοιχείο επικαιρότητας, για να στήσει άλλη μία φιλοσοφική σύνθεση, βασισμένη στην τραγική σύγκρουση[20].
Ο ήρωας, κολυμπώντας στα νερά της Κέρκυρας σε κατάσταση «ευτυχισμού», αντιμετωπίζει μια διπλή πρόκληση: την αφομοιωτική δύναμη της φύσης και τη θανάσιμη αναμέτρηση που του επιβάλλει «ο τίγρης του πελάγου», ο πορφύρας.
Ο ήρωας απορρίπτει και τα δύο ακραία πρότυπα του ανθρώπου – Κόσμου που θέλουν να του επιβληθούν και κατορθώνει να μείνει ανεξάρτητος απέναντι στο μέγιστο θέλγητρο και στη μέγιστη βία. Κι ενώ πεθαίνει από τα δόντια του πόρφυρα, πλημμυρίζει από αίσθημα ευδαιμονίας και αυτοκατάφασης. Αποκτά εσωτερική αυτογνωσία, πλημμυρισμένος από το φως της αλήθειας: «Άστραψε φως κι εγνώρισε ο νιος τον εαυτό του».
Διανθίζεται από αποφθεγματικούς στίχους και το ποίημα αυτό και τροφοδοτεί ένα αίσθημα αθανασίας και την αυτοσυνείδηση ότι ο άνθρωπος αντιπροσωπεύει κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο μέσα στο Σύμπαν.
Ο ήρωας στον «Πόρφυρα» πολιορκείται από το κακό (την κόλαση, αλλά μένει απρόσβλητος – η κόλαση δεν έχει δύναμη επάνω του), γι’ αυτό κλείνει μέσα του ένα μέρος από «την Παράδεισο» που αντιπροσωπεύει το αγαθό και θείο.
Ο νέος είναι ηθικά ολοκληρωμένος, αγαθός, θείος. Εκπροσωπεί την ψυχοφυσική αρμονία ενώ οι βίαιες δυνάμεις του κακού θέλουν να κουρσεύσουν την υπέροχη αθωότητα του ωραίου και ηθικού.
Είναι γνωστό, ότι κατηγορήθηκε ο Ποιητής γιατί ασχολήθηκε με ξένο ήρωα, με τον Άγγλο στρατιώτη. Και είναι διαχρονική η απάντησή του: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό, ότι είναι αληθινό». Η αλήθεια για το Σολωμό είναι αξία εθνική, υπερεθνική, αποκτά διαστάσεις πανανθρώπινες. Πώς αλλιώς μπορούσε να είναι αφού το προσωπικό του σύνθημα ήταν «Verum volo, verum amo», «Την αλήθεια θέλω, την αλήθεια αγαπώ»;
Το «αληθές» εδώ για το Σολωμό δεν είναι φυσικά άλλο απ’ ό,τι αποκαλεί «αληθινή ουσία», ή όπως είδαμε «Μεγάλες Ουσίες», ό,τι ονομάσαμε πριν παγκόσμιο και μπορούμε να το ονομάσουμε: ποίηση[21].
Πόσο δεμένη ήταν για το Σολωμό η υψηλή αυτή έννοια του αληθινού με την έννοια του εθνικού, μας το δείχνει και ο άλλος γνωστός στοχασμός: «Κλείσε μέσα στη ψυχή σου την Ελλάδα και θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδος μεγαλείου». Εδώ και εικοσιτέσσερα περίπου χρόνια βρέθηκε το αυτόγραφο και ο στοχασμός ιταλικά τυπωμένος και ήταν κάπως διαφορετικός: είχε τη προσθήκη «ο altra cosa», θα αισθανθείς μέσα σου να λαχταρίζει κάθε είδους μεγαλείο και θα ‘σαι ευτυχισμένος (esarai felice)[22].
Αυτή η προσθήκη, θα μας πει ο Λίνος Πολίτης, έρχεται να επαληθεύσει τα προαναφερθέντα και να παρουσιάσει το στοχασμό μεστότερο, βαθύτερο, στην πραγματική του μορφή. Ο ποιητής ταυτίζει την Ελλάδα με ό,τι υψηλό υπάρχει στον κόσμο, που της αναφέρει ρητά και την προτάσσει, είναι βέβαια περισσότερο από κάθε άλλο εθνικός ποιητής[23].
Ο Σολωμός εξάλλου θα παραμείνει ο πάντα επίκαιρος και «ζωντανός» πλαστουργός της ελληνικής γλώσσας[24].
Ως κατακλείδα της ανακοινώσεως ας είναι μερικά αποσπάσματα από την επιστολήν του Σπυρίδωνος Τρικούπη την οποία έστειλε στον Ιάκωβο Πολυλά από το Λονδίνο, στις 25 Μαΐου / 6 Ιουνίου 1859 μετά το άγγελμα του θανάτου του εθνικού μας ποιητή[25].
Ο Σπυρίδων Τρικούπης, αναφέρει, ότι το 1823 είχε την ευκαιρίαν να συναντήσει εις την Ζάκυνθον τον Διονύσιον Σολωμόν και κατά τις συναντήσεις τους ο Σολωμός έδωσε στον Τρικούπη μίαν ιταλικήν ωδήν του. Ο Σολωμός ζήτησε τη γνώμη του Τρικούπη γι’ αυτήν. Κι ο Τρικούπης με τα λόγια τα εμπνευσμένα που είπε στον Ποιητή, του έδωσε τη μεγάλη ώθηση να γράψει στα ελληνικά. «…Ο Παρνασσός της νεωτέρας Ελλάδος δεν έχει ακόμα τον Δάντην του». Ο Τρικούπης του εξήγησε τα της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας μας. Κι ο Σολωμός απήντησε: «Τα ελληνικά δεν τα ηξεύρω. Πώς θα μπορούσα να γράψω κάτι καλόν;». Πράγματι εγνώριζεν ατελώς κι αυτήν την ομιλουμένην. Κι ο Τρικούπης παρατήρησεν προσφυώς: «Η γλώσσα, την οποίαν ερροφήσατε με το γάλα της μητρός σας, είναι η ελληνική. Δεν θα έχετε παρά να την επαναφέρετε εις την μνήμην σας, και εάν συγκατατίθεστε, είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω το κατά δύναμιν όσο θα είμαι εις την Ζάκυνθον, και νομίζω ότι θα είμαι επ’ αρκετόν, διότι ως μανθάνω ο Λόρδος Guilford δεν πρόκειται να έλθει πολύ συντόμως» «Δεν εννοώ πρόσθεσεν ο Σπυρίδων Τρικούπης ούτε την γλώσσαν την φιλολογικήν, η οποία είναι τόσον δύσκολος, ούτε την μακαρονικήν, η οποία είναι τόσον γελοία, αλλά την μητρικήν σας γλώσσαν την ζωντανήν». Τα λόγια αυτά εξήψαν την φιλοτιμίαν του Ποιητή, ο οποίος δέχτηκε από τον Τρικούπη να τον διδάξει με την βοήθεια ενός αντιτύπου των ωδών του Χριστόπουλου. Για λίγες ημέρες διήρκησε η ενασχόληση με τα ελληνικά. Πριν περάσει μια εβδομάδα από την πρώτη συνάντηση των δύο ανδρών ο Σολωμός εξέπληξεν τον Τρικούπην απαγγέλων άσμα εις γλώσσαν ελληνικήν.
«Την είδα την ξανθούλα, την είδα όταν αργά εκίνησε η βαρκούλα να πάει στην ξενιτιά».
Ήταν η πρώτη σύνθεση του Σολωμού εις την ελληνικήν γλώσσαν. Μόλις έγινε γνωστόν, οι πάντες εις την Ζάκυνθον το τραγουδούσαν. Και «εσπέραν τινά οι συμπατριώται του ήλθαν πολυπληθείς και το ετραγούδησαν υπό τα παράθυρά του».
«Συνεκινήθη εκ τούτου βαθύτατα», γράφει ο Τρικούπης[26]. «Μετά τινάς ημέρας άρχισε την ωδήν του εις την Ελευθερίαν, την οποίαν εντός ολίγου επεράτωσε. Δεν ήτο άνθρωπος να συμβουλεύεται Γραμματικήν, ούτε να ανοίγει Λεξικόν. Αι λέξεις του απέλειπον, αι δε ολίγαι, τας οποίας κατείχε, δεν του εχρησίμευον παρά μόνον δια να αποδίδει ελληνιστί διανοήματα ιταλιστί συλληφθέντα…»[27]. Σ’ όλη του τη ζωή ο Σολωμός δεν έπαυε να επαναλαμβάνει: «Μήγαρις έχω άλλο εις τον νουν πάρεξ ελευθερίαν και γλώσσαν;». Και ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το πιο πολυμεταφρασμένο νεοελληνικό ποίημα, μεταφράστηκε 74 φορές σε 16 γλώσσες, ήταν η πρώτη δημιουργική διασταύρωση αυτών των δύο καημών του Ποιητή, που τον ακολούθησαν σε όλο το ποιητικό του έργο[28].
Στον «Διάλογό» του (1824) ο Διονύσιος Σολωμός υπερασπίζεται θεωρητικά τη γλώσσα του λαού, ως γραπτή γλώσσα του Έθνους και αναπτύσσει την προβληματική του πάνω στον τομέα αυτό[29]. Θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη ενιαίου γλωσσικού οργάνου για την πνευματική ελευθερία του Έθνους. Και χωρίς ενδοιασμό φρονούσε ότι η γλώσσα του νέου Κράτους θα έπρεπε να είναι η γλώσσα του λαού[30]. Λέγεται ότι για να το επιτύχει έφτασε να «αγοράζει λέξεις». Περιφερόταν ο Κόντες Σολωμός στις φτωχικές συνοικίες και πλήρωνε τους ανθρώπους του λαού, ιδίως τους πρόσφυγες από την απέναντι ελληνική ακτή στα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα, μόνο και μόνο να μιλούν μαζί του, ώστε να μπορεί να αποτυπώνει την ζωντάνια της ελληνικής γλώσσας. Είναι γνωστή επίσης η διαρκής φροντίδα του, να μαζεύει δημοτικά τραγούδια που του είχαν στείλλει ακόμη κι απ’ την Κύπρο.
Πριν από 154 περίπου χρόνια, στις 21 Φεβρουάριου 1857 ο εθνικός μας Ποιητής φτερούγησε προς τους «όμορφους κόσμους ηθικούς αγγελικά πλασμένους» που είχε ονειρευτεί και τραγουδήσει. Κι ο Πολυλάς θα σημειώσει: «Η γενική σιγή, ενώ το ξόδι εδιάβαινε τα πολυανθρωπότερα μέρη της πόλης, και η σοβαρή λύπη εις όλα τα πρόσωπα, έδειχναν ότι σ’ εκείνη τη στιγμή όλος ο λαός […] επροσκυνούσε το μεγαλείον του νοός και της αρετής»[31].
Σήμερα στις αρχές της τρίτης χιλιετηρίδας, ο Διονύσιος Σολωμός, ο εθνικός και οικουμενικός Ποιητής, της αλήθειας, της ελευθερίας και της γλώσσας παραμένει επίκαιρος και το έργο του αποτελεί πρόκληση και επιτακτική ανάγκη των καιρών.
Προς αυτόν τον μεγάλο και πρώτο μας Ποιητή στρέφουμε τη σκέψη με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, ρένουμε άνθη ευλαβείας στον τάφο του γίγαντα της λευτεριάς, ψιθυρίζοντας με συγκίνηση το στίχο του: «Μακρύς ο λάκκος π’ άνοιξε και κλεί το γίγαντά μου». Ο κόσμος όλος είναι τάφος του, αφού κατά τον Επιτάφιο του Περικλέους «Ανδρών επιφανών πάσα γή τάφος».
Και ο Διονύσιος Σολωμός το δικαιούται, αφού εξάλλου δικός του είναι ο στίχος: «Μακρύς ο λάκκας που άνοιξε και κλεί το γίγαντά μου», στο ποίημά του «Η Ελληνίδα Μητέρα».
[1] Βλ. Κωστή Παλαμά, Σολωμός, η ζωή και το έργο του (απόσπασμα), Ημερολόγιο 2004, Αθήνα, σελ. 96 (εκδ. Μεταίχμιο)
[2] Βλ. Ημερολόγιο 2004, Διονύσιος Σολωμός, ο.π., σελ. 14
[3] Ο.π., σελ. 15
[4] Βλ. Κ. Παλαμά, ο.π., σελ. 97
[5] Βλ. Ιάκωβο Πολυλά, Προλεγόμενα, (σττόσπασμα), Ημερολόγιο 2004, ο.π. σελ. 72
[6] Ο.π.
[7] Βλ. Ημερολόγιο, Διονύσιος Σολωμός, ο.π., σελ. 15
[8] Κων. Δημόπουλος, Χαιρετισμός στο Διεθνές Συμπόσιο Δ. Σολωμού, Διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, Αθήνα 2003, σελ. 9
Κων. Δημόπουλος, ο.π., σελ. 12
[10] Ο.π.
[11] Λίνος Πολίτης, Ο Σολωμός, ποιητής εθνικός και Ευρωπαίος, «Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού», (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης), Ηράκλειο 2003, σελ. 166, έκδοση 2η.
[12] Ο.π.
[13] Ο.π., σελ. 165
[14] Ερατοσθένης Καψωμένος, Διονύσιος Σολωμός. Ο βίος, το έργο, η ποιητική του. Αθήνα 2005, σελ. 35 (έκδοση του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων)
[15] Ερατοσθένης Καψωμένος, ο.π.
[16] Ο.π., σελ. 36
[17] Βλ. Παναγιώτη Εμμανουηλίδη, Έλλη Πετρίδου – Εμμανουηλίδου, Διονύσιος Σολωμός, Ο Κρητικός, Αθήνα 1999, σελ. 12, (εκδ. Μεταίχμιο)
[18] Ερατοσθένης Καψωμένος, ο.π., σελ. 36
[19] Βλ. Γιώτα Γκότση, Διονύσιος Σολωμός, «Καντάτα Ελευθερίας», Αθήνα 1999, σελ. 20 (έκδοση Βουλής Ελλήνων).
Ερατοσθένης Καψωμένος, Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτιστική παράδοση, Αθήνα 1998, σελ. 65, έκδοση Βουλής των Ελλήνων.
[21] Βλ. Λινός Πολίτης, Ο Σολωμός Ποιητής Εθνικός και Ευρωπαίος, ο.π., σελ. 166
[22] Ο.π.
[23] Ο.π., όπου υποσημείωση 1
[24] Δ.Βίτσος, Δ. Σολωμός, Ο επίκαιρος και «ζωντανός» πλαστουργός της γλώσσας, «Ελεύθερος Τύπος», 2-4-2006, σελ. 39/3
[25] Βλ. σχετικά, Ηερολόγιον 2004, ο.ττ., σελ. 48.
[26] Ο.ττ., σελ. §0
[27] Ο.π., σελ. 50-51
[28] Βλ. Διονύσιο Βίτσο, ο.π.
[29] Βλ. Γιώτα Γκότση, ο.π., σελ. 19
[30] Βλ. Διονύσιο Βίτσο, ο.π.
[31] Βλ. Ημερολόγιον 2004, ο.π., σελ. 25