Ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Χριστόδουλος εγεννήθη εις Ξάνθην το έτος 1939 από προσφυγικήν οικογένειαν καταγομένην εξ Αδριανουπόλεως. Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης, ήτο έμπορος και εκ των τα πρώτα φερόντων της πόλεως, εδραστηριοποιήθη δε εις όλας τας εθνικάς εξορμήσεις. Διετέλεσε Δήμαρχος Ξάνθης κατά την τραγικήν τετραετίαν 1946-1950. Ενωρίτερα, το 1941, μετά την κήρυξιν του πολέμου της Γερμανίας κατά της Ελλάδος, μετέφερε, διά λόγους ασφαλείας, την οικογένειάν του εις Αθήνας, όπου ο κ. Χριστόδουλος εσπούδασε και παρέμεινε μέχρι της ηλικίας των 35 ετών.
Τας εγκυκλίους σπουδάς του έκαμε εις το Λεόντειον Λύκειον επί 6 έτη και εν συνεχεία εσπούδασε εις την Νομικήν (1956-1961) και ακολούθως εις την Θεολογικήν Σχολήν (1962-1967) του Πανεπιστημίου Αθηνών, καταστάς πτυχιούχος των με βαθμόν «Άριστα».
Παραλλήλως εσπούδασε Βυζαντινήν Μουσικήν εις το Ωδείον Αθηνών, όπου αρίστευσε, καθώς και τέσσερις ξένας γλώσσας (αγγλικήν, γαλλικήν, γερμανικήν και ιταλικήν).
Το 1982 υπέβαλε την επί Διδακτορία Διατριβήν του εις την Θεολογικήν Σχολήν του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό τον τίτλον «Ιστορική και Κανονική Θεώρησις του Παλαιοημερολογιτικού Ζητήματος Κατά τε την Γένεσιν και την Εξέλιξιν Αυτού εν Ελλάδι», και κατέστη διδάκτωρ του κανονικού Δικαίου με βαθμόν «Άριστα».
Από του 1961 συγγράφει και αρθρογραφεί, αρχικώς εις θρησκευτικά περιοδικά και μετέπειτα εις όλον τον ημερήσιον Τύπον Αθηνών και επαρχιών, μέχρι σήμερον. Έχει δημοσιεύσει συνολικώς άνω των 200 μελετών επί θεμάτων επιστημονικών, ποιμαντικών (θρησκευτικών, νομικών, βιοηθικών, κοινωνικών, κ.ά., βλ. Κατάλογον Δημοσιεύσεων, σελ. 10 κατωτέρω).
Ο Μακαριώτατος κ. Χριστόδουλος είχε παιδιόθεν έντονον την κλίσιν προς την ιερωσύνην, την οποίαν εκαλλιέργησαν εις αυτόν πνευματικαί προσωπικότητες, όπως ο Μητροπολίτης πρώην Πειραιώς κ. Καλλίνικος. Δι’ ο, το 1961, και ενώ είχε περατώσει μόνο τας σπουδάς του εις την Νομικήν, εχειροτονήθη διάκονος, αφού προηγουμένως εκάρη μοναχός εις την Ι. Μονήν Βαρλαάμ Μετεώρων, εις την οποίαν και εγκατεβίωσε μετά μιας μικράς ομάδος νέων μοναχών, οι οποίοι ενεπνέοντο υπό του οράματος ενός χριστιανικού και ιεραποστολικού μοναχισμού, επιδοθείς εις το κήρυγμα, την κατήχησιν και την διδασκαλίαν της πίστεως. Το 1965 εχειροτονήθη πρεσβύτερος, τοποθετηθείς ως ιερατικώς προϊστάμενος και ιεροκήρυξ του Ι. Ναού Παναγίτσας Π. Φαλήρου, όπου επί εννεαετίαν ανέπτυξεν εντυπωσιακήν δράσιν, διακριθείς ως ιεροκήρυξ, πνευματικός, άριστος λειτουργός και καθοδηγητής της νεολαίας. Παραλλήλως προσελήφθη, κατόπιν διαγωνισμού, ως Γραμματεύς της Ι. Συνόδου το 1968, επιδείξας τα οργανωτικά και διοικητικά του χαρίσματα, παραμείνας εις την θέσιν αυτήν μέχρι του 1974.
Το 1974, εξελέγη, με πρότασιν του τότε άρτι ενθρονισθέντος Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού εις ηλικίαν 35 ετών, εν μέσω εθνικών περιπετειών και προβλημάτων. Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος ο κ. Χριστόδουλος επεδόθη εις την εσωτερικήν διοργάνωσιν της Ι. Μητροπόλεως, ενεθάρρυνε τους νέους κληρικούς να σπουδάσουν, και προσείλκυσε προς την ιερωσύνην πλειάδα νέων, προσοντούχων και ικανών κληρικών. Κατά το διάστημα των 24 ετών της αρχιερατείας του εχειροτόνησε περί τους 150 νέους κληρικούς, ανανεώσας το δυναμικόν των στελεχών της Ι. Μητροπόλεως και τοποθετήσας τους καταλλήλους ανθρώπους εις τας καταλλήλους θέσεις. Χαρακτηριστικό γνώρισμά του υπήρξε η ανανέωσις των εσωτερικών δομών της Εκκλησίας με το όνειρον του εκσυγχρονισμού. Προς τούτο, ήρξατο από της δημιουργίας νέων στελεχών, κληρικών και λαϊκών, τα οποία συνεχώς επεμόρφωνε, ώστε να τα καταστήσει ικανά να αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας. Ωθούσε τους νέους κληρικούς να σπουδάζουν, με αποτέλεσμα, ενώ το 1974 είχε βρει μόνον 12 θεολόγους κληρικούς εις την Ι. Μητρόπολιν Δημητριάδος, το 1998 να αφήνει 80.
Επροίκισε την Ι. Μητρόπολιν με έργα κοινωνικής πνοής, όπως Κέντρον Συμπαραστάσεως Οικογενείας, ενοριακάς Σχολάς Γονέων, Συμβουλευτικόν Σταθμόν Προβλημάτων Εφηβείας, καθώς και τον Ραδιοφωνικόν Σταθμόν «Ορθόδοξη Μαρτυρία» με συνεχώς ανανεούμενο πρόγραμμα, του οποίου επεμελούντο περί τους 150 εθελοντάς συνεργάτας, την εφημερίδα «Πληροφόρηση» με πρωτότυπον ύλην. Διεκρίθη ως ομιλητής τόσον επί θρησκευτικών, όσον και επί κοινωνικών και εθνικών θεμάτων. Προσκληθείς μετέβη εις πολλάς πόλεις της Ελλάδος και ωμίλησε ενώπιον πυκνών ακροατηρίων, αποσπάσας τα επαινετικά σχόλια των ακροατών του. Ταυτοχρόνως, διεκρίθη διά την συμμετοχήν του εις συζητήσεις εις την τηλεόρασιν, προβάλλων και υπερασπιζόμενος τα δίκαια της Εκκλησίας. Η δε συνεχιζομένη αρθρογραφία του εις σοβαράς εφημερίδας υπηρέτησε τον αυτόν σκοπόν. Το έτος 1998 επερατώθη επίσης το υπ’ αυτού εμπνευσθέν έργον της ανεγέρσεως επιβλητικού Συνεδριακού Κέντρου εις Μελισσιάτικα Μαγνησίας, περιλαμβάνοντος αιθούσας 450 και 150 ατόμων, 6 αιθούσας εργασίας, βιβλιοθήκην, χώρους εστιάσεως, αρχείον, Ι. Παρεκκλήσιον και εκθεσιακόν χώρον.
Υπήρξε δυναμικός εις τους αγώνας του, επιστρατεύων πάντοτε την τετράγωνον λογικήν διά να πείθει τους αντιπάλους του. Άπαντες λ.χ. ενθυμούνται μέχρι σήμερον την τηλεοπτικήν του παρουσίαν ως αντιπάλου του τότε Υπουργού Αντώνη Τρίτση επί του ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας (λ.χ. εις την εκπομπήν «Με ανοιχτά χαρτιά» της 23.3.1987). Οι δύο άνδρες, μετά πάροδον ολίγων ετών, συνεφιλιώθησαν αναγνωρίσαντες ο ένας εις τον άλλον τον έντιμον αντίπαλον. Σημαντική υπήρξε η συμβολή του εις τους αγώνας της Εκκλησίας διά την θεσμοθέτησιν του θρησκευτικού γάμου ως ισοκύρου έναντι του νεοεισαχθέντος πολιτικού (1982), διά την αποτροπήν του «αυτομάτου διαζυγίου», κ.λπ. Κομβική ήτο επίσης η εμφάνισις και ομιλία του εις το Συλλαλητήριον της Εκκλησίας διά την προάσπισιν της εσωτερικής Της αυτοδιοικήσεως εις την Πλατείαν Συντάγματος (1.4.1987). Έχει το χάρισμα να πλησιάζει τον λαόν χωρίς να λαϊκίζει, ενώ δίνει προς τα έξω την εικόνα μιας Εκκλησίας η οποία στηρίζεται εις την αγάπην του λαού. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκτιμήσασα την δραστηριότητά του ταύτην και αποβλέπουσα εις την ευρυμάθειαν και την χαρισματικήν του ικανότητα ως συζητητού, τον ώρισε εκπρόσωπόν της εις την Επιτροπήν Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1988, ενώ τον αξιοποίησε εις πολλάς επαφάς της μετά κυβερνητικών κύκλων, αλλά και διεθνών παραγόντων και φορέων.
Εις το ζήτημα της κατηχήσεως του λαού του Θεού ο Μακαριώτατος επέδειξε εξ αρχής ιδιαίτερον ενδιαφέρον. Εκαλλιέργησε συστηματικώς την συνεχή πνευματικήν τροφοδοσίαν του λαού με τον ανεξάντλητον ζήλον του, ομιλών τακτικώς σχεδόν καθ’ ημέραν, λειτουργών με κατάνυξιν και προσφέρων αγάπην και λόγον. Περί τους 100 Ενοριακούς Κύκλους Μελέτης της Αγίας Γραφής διωργανώθησαν ανά τας διαφόρους Ενορίας προς εμβάθυνσιν εις τον Λόγον της Γραφής. Επιπλέον, προς τον σκοπόν του κηρυκτικού και ποιμαντικού έργου καθιερώθησαν εβδομαδιαίαι συνάξεις των Εφημερίων του Βόλου, καθώς και αντίστοιχοι περιοδικαί εν Αλμυρώ, Βελεστίνω και Αγιά, με ανάπτυξιν θεμάτων και διαλογικάς συζητήσεις. Ειδικοί κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής ωργανώθησαν διά φοιτητάς και επιστήμονας, ενώ ανεπτύχθη και ο Τομεύς Νεότητος, με κυρίας δραστηριότητας την οργάνωσιν κατασκηνώσεων, φοιτητικών και νεανικών συνεδρίων, φεστιβάλ νεολαίας έκαστον Μάιον, εντευκτήρια νέων εις έκαστον Πνευματικόν Κέντρον και ωργανωμένην Εξομολόγησιν εις τα Σχολεία και τας Ενορίας, υπό ενός Σώματος 62 Εξομολόγων. Παροιμιώδεις υπήρξαν οι διάλογοί του με τους μαθητάς εις τα Λύκεια, η ανταλλαγή επιστολών με αυτούς, η συγγραφή και δωρεάν διανομή εις νέους εκλαϊκευτικών φυλλαδίων με ενδιαφέροντα θέματα. Εν καιρώ πάσαι αι ανωτέρω κατηχητικαί νεανικαί δραστηριότητες υπήχθησαν εις την «Χριστιανικήν Νεολαίαν», την ειδικήν δραστηριότητα της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού προς συντονισμόν του νεανικού έργου. Πάντοτε ανοικτός προς όλους, καθιέρωσε τακτάς ετησίας συναντήσεις με ομάδας επιστημόνων εις Βόλον, όπως λ.χ. με τους νομικούς, τους ιατρούς, τους εκπαιδευτικούς, προς τους οποίους ανέπτυσσε, κατά παγίαν τακτικήν του, θέματα της ειδικότητός του από της πλευράς της Εκκλησίας. Ταυτοχρόνως αγκάλιασε ολόκληρον τον λαόν, που τον ελάτρευσε εις την περιοχήν της Μαγνησίας και πέραν των ορίων αυτής.
Κατ’ εξοχήν λειτουργικός άνθρωπος ο κ. Χριστόδουλος, πιστός εις την παράδοσιν, επέβαλε την Τάξιν εις τας Ι. Ακολουθίας. Πρωταρχικόν μέλημά του υπήρξε η τόνωσις της λειτουργικής ζωής. Άριστος λειτουργός ο ίδιος, κατανοεί την αναγκαιότητα της Θείας Λατρείας ως βάσεως πνευματικής προαγωγής, αλλά και κέντρου αναφοράς και αναπαύσεως. Καθιέρωσε τακτάς λατρευτικάς ευκαιρίας, ιδίως διά νέους, ενώ εις μεγάλας Ενορίας έδωσε οδηγίας διά τέλεσιν δευτέρας Θείας Λειτουργίας εκάστην Κυριακήν. Ηνοίχθη εις διάλογον με διαφωνούντας, κατέστησε την Θείαν Λατρείαν κέντρον της ζωής του και διωργάνωσε την Υπηρεσίαν της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος προς αντιμετώπισιν των αιρετικών. Συνέγραψε και εξέδωκε ειδικά έντυπα περί της Ακολουθίας του Μυστηρίου του Γάμου, καθώς και της Βαπτίσεως. Τα έντυπα της Ι. Μητροπόλεως που έχει συγγράψει ο ίδιος διακρίνονται διά την πρωτοτυπίαν τους, την πρακτικότητά τους και τον εποικοδομητικόν τους χαρακτήρα. Είχε και έχει την ικανότητα να συνδυάζει την παράδοσιν με την πρόοδον, το δόγμα με τον διάλογον, την ιερότητα με την απλότητα.
Εργασιομανής εις το έπακρον, σέβεται τους ανθρώπους που εργάζονται και το αυτό εμπνέει και εις τους συνεργάτας του. Μέχρις αργά κάθε βράδυ παραμένει εις το Γραφείον του εργαζόμενος και προγραμματίζων, χαράσσων γραμμάς πλεύσεως, αντιμετωπίζων προβλήματα, συγγράφων, κ.ο.κ. Συγκέντρωσε κοντά του και ανθρώπους που παλαιότερα δεν είχαν σχέσιν προς την Εκκλησίαν, ιδίως τους νέους, αναπτύξας μεγάλην δράσιν κατά των ναρκωτικών, κατά του AIDS, κατά της ανεργίας. Η δραστηριοποίησις της Ι. Μητροπόλεως Δημητριάδος εις τους τομείς αυτούς υπήρξε πρωτοποριακή και εδημιούργησε τας προϋποθέσεις διά την ανάπτυξιν παρεμφερούς δράσεως και από άλλας Μητροπόλεις. Αι πρωτότυποι δε τοποθετήσεις του επί θεμάτων βιοηθικής ιατρικής προελάμβαναν την εποχήν και έδειχναν προς τα έξω το νέον πρόσωπον της Εκκλησίας.
Η Ι. Σύνοδος τον ώρισε εκπρόσωπον της Εκκλησίας της Ελλάδος εις το Εθνικόν Συμβούλιον Μεταμοσχεύσεων και εις το Κέντρον Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.
Εις την περιοχήν του Βόλου ίδρυσε από του 1983 την Ένωσιν Χριστιανών Επιστημόνων και την Χριστιανικήν Κοινωνικήν Ένωσιν, ώστε και ο διεπιστημονικός διάλογος να προωθείται και η Εκκλησία να συνεργάζεται με άλλους επιστημονικούς κλάδους πέραν της Θεολογίας προς μελέτην και αντιμετώπισιν των ολοέν και μεγαλυτέρων προκλήσεων του συγχρόνου κόσμου.
Εδημιούργησε τα «Σπίτια Γαλήνης Χριστού» διά τους ηλικιωμένους, την «Χριστιανικήν Αλληλεγγύην» διά τους πτωχούς. Εσπούδασε πολλά νέα παιδιά με υποτροφίας που εχορήγησε η Ι. Μητρόπολις, απέστειλε εις το εξωτερικόν πολλούς αρρώστους, ενέκυψε με στοργήν επί των προβλημάτων του κόσμου, ο οποίος του τα ενεπιστεύετο. Πολλοί τον είδον να τηλεφωνεί εις Διοικητάς τραπεζών διά να αποτρέψει κάποιους πλειστηριασμούς εις βάρος πτωχών οφειλετών, να τηλεφωνεί εις φίλους του επιχειρηματίας διά να εξασφαλίσει μίαν θέσιν εργασίας διά κάποιον άνεργον νέον, να εξαντλεί τας γνωριμίας του διά να προασπίσει τα συμφέροντα της πόλεως του Βόλου, και άλλα πολλά που ο ίδιος δεν επιθυμεί να αναφέρονται.
Η εκλογή του, την 28ην Απριλίου 1998, και η ενθρόνισίς του ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, την 9ην Μαΐου του ιδίου έτους, εσήμανε την έναρξιν σημαντικού έργου ποιμαντορίας και διακονίας. Ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας προέβη εις το έργον της αναδιοργανώσεως των Συνοδικών Υπηρεσιών και των Συνοδικών Επιτροπών της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ώστε η Εκκλησία να μπορεί να συμπαρίσταται αποτελεσματικότερον εις όλα τα κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα. Επίσης, ίδρυσε άνω των 14 νέας Ειδικάς Συνοδικάς Επιτροπάς διά την παρακολούθησιν, ενημέρωσιν και παρέμβασιν της Εκκλησίας επί ευρέος φάσματος προβλημάτων της συγχρόνου ζωής (Βιοηθικής [1998], Ακαδημίας Εκκλησιαστικών Τεχνών [1999], Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [1999], Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος [1999], Χριστιανικών Μνημείων [1999], Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας [1999], Λειτουργικής Αναγεννήσεως [1999], Πολιτισμικής Ταυτότητος [1999], Γυναικείων Θεμάτων [1999], Παρακολουθήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», Αθλητισμού [2006], Μεταναστών, Προσφύγων και Παλιννοστούντων [2006], κ.π.ά.). Εστήριξε και εστελέχωσε τας ήδη υφισταμένας Υπηρεσίας της Εκκλησίας και ίδρυσε νέας προς ενεργόν αντιμετώπισιν κοινωνικών προβλημάτων, με έμφασιν εις τα προβλήματα των τοξικομανών (όθεν η σύστασις, το 1999, Ιδρύματος Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στηρίξεως «Διακονία» της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών), τας ανάγκας των μεταναστών, την στήριξιν των ανυπάνδρων μητέρων και των κακοποιημένων γυναικών (μέσω της ιδρύσεως «Στέγης Μητέρας»), την μέριμναν διά τα θύματα εμπορίας και παρανόμου διακινήσεως προσώπων, την δημιουργίαν αλυσίδος νηπιαγωγείων διά την στήριξιν των πτωχών και πολυτέκνων οικογενειών (μεταξύ άλλων και μέσω ειδικού «Κέντρου Στηρίξεως Οικογενείας» ιδρυθέντος υπό του Μακαριωτάτου ήδη από του 1998), κ.ά. Τον Μάρτιον του 1999 ο Αρχιεπίσκοπος ανέλαβε εθνικήν πρωτοβουλίαν: εζήτησε παρά της Ιεράς Συνόδου και επέτυχε την έγκρισιν Προγράμματος Οικονομικής Ενισχύσεως των Χριστιανικών Οικογενειών της Θράκης διά την απόκτησιν τρίτου τέκνου, υπό την μορφήν μηνιαίου επιδόματος.
Κατασταθείς εις την μέριμναν του Ποιμένος του κλεινού άστεως των Αθηνών και την διακονίαν του Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και εις την Προεδρίαν των δύο Συνοδικών Σωμάτων της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ειργάσθη και εργάζεται φιλοπόνως και αόκνως διά την ανεύρεσιν αξίων, ικανών, ευλαβεστάτων, εμπείρων και μορφωμένων κληρικών διά την στελέχωσιν των επιτελικών θέσεων της Εκκλησίας, καθώς και διά την εκλογήν των αρίστων προς διαποίμανσιν των κενωθεισών και κενωθησομένων Μητροπολιτικών Εδρών της Εκκλησίας της Ελλάδος. 29 Μητροπολίται και 5 Βοηθοί Επίσκοποι και Τιτουλάριοι Επίσκοποι έχουν προταθεί, εκλεγεί και χειροτονηθεί υπ’ αυτού.
Εν τη ανυστάκτω μερίμνη του διά την καλυτέραν διαποίμανσιν των πιστών του Λεκανοπεδίου της Αττικής, κατόπιν εισηγήσεώς του, εδημιουργήθη η νέα Ι. Μητρόπολις Γλυφάδας (2002).
Ίδρυσε επίσης την Μ.Κ.Ο. της Εκκλησίας της Ελλάδος «Αλληλεγγύη» (2002), η οποία επιτρέπει εις την Εκκλησίαν να συμπαρίσταται διεθνώς με πλούσιον ανθρωπιστικόν έργον, εις τας περιοχάς της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης, καθώς επίσης και φιλανθρωπικώς εντός Ελλάδος με την δημιουργίαν διαφόρων Ιδρυμάτων και Σχολών. Η Μ.Κ.Ο «Αλληλεγγύη» απετέλεσε, επιπλέον, βραχίονα στηρίξεως μιας στενωτέρας, αρμονικής και καρποφόρου συνεργασίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, με απτά αποτελέσματα εις τα προαναφερθέντα πολυάριθμα διεθνή προγράμματα ανθρωπιστικής παρεμβάσεως.
Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος είναι εκείνος ο οποίος εισήγαγε την Εκκλησίαν της Ελλάδος εις την ψηφιακήν εποχήν. Με απόφασίν του εφηρμόσθη σύστημα μηχανοργανώσεως εις πάντας τους τομείς της κεντρικής διοικήσεως της Εκκλησίας, ενεκαινίσθη η τήρησις ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου και υπεστηρίχθη η σύστασις δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών συνδεδεμένων μεταξύ των. Τη πρωτοβουλία του ιδρύθη Επικοινωνιακή και Μορφωτική Υπηρεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος, με τέσσερις κλάδους: Ραδιοφωνίας, Εκδόσεων, Ηλεκτρονικής Τεχνολογίας και Τηλεοράσεως. Εξ αυτών οι τρεις πρώτοι κλάδοι έχουν ήδη ενεργοποιηθεί και παρουσιάζουν πλούσιον έργον (σύγχρονον ραδιοφωνικόν πρόγραμμα με εκπομπάς και μέσω δορυφόρου, ποικίλαι και καλαίσθητοι εκδόσεις, ιστοσελίδες με θέματα εκκλησιαστικού και πολιτισμικού ενδιαφέροντος), ο δε τέταρτος κλάδος σχεδιάζεται εν συνεργασία με την ελληνικήν Πολιτείαν.
Το έντονο ενδιαφέρον του διά τας ευρωπαϊκάς και διεθνείς υποθέσεις και η βούλησίς του να καταστήσει την Εκκλησίαν της Ελλάδος δραστηρίαν εις τα διεθνή fora, εξωστρεφή και ανοικτήν εις τον διάλογον έχουν αναγνωρισθεί υπό πάντων. Προς τον σκοπόν τούτον, μία εκ των προτεραιοτήτων του ως Προκαθημένου ήτο η ίδρυσις Γραφείου Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Ένωσιν, εις το Συμβούλιον της Ευρώπης και εις την UNESCO (1998), καθώς και Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Ευρωπαϊκών Θεμάτων (1998).
Ήδη από της εποχής της Αρχιερατείας του ως Μητροπολίτου Δημητριάδος, ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος είχεν αναπτύξει στενάς σχέσεις μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η δε επίσκεψις του αειμνήστου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου το έτος 1990 εις Βόλον υπήρξε μοναδικόν ιστορικόν γεγονός διά την περιοχήν της Μαγνησίας. Με τας αλλεπαλλήλους επισκέψεις του εις όλας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας, είτε ως μέλος εκκλησιαστικών αποστολών είτε και ιδιωτικώς, ανέπτυξε προσωπικάς σχέσεις μετά των ξένων Ορθοδόξων, τας οποίας εκαλλιέργησε εις βάθος. Συνδέεται αδελφικώς με όλους τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, καθώς και με ετεροδόξους ηγέτας. Το επί πολλά έτη άοκνον και αθόρυβον εκείνο έργον έμελλε κατόπιν να αναδειχθεί πολύτιμον εργαλείον διά την προβολήν του έργου και των θέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, όταν ο κ. Χριστόδουλος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος.
Με εισήγησίν του, η Ιερά Σύνοδος απεφάσισε, την 12ην Μαΐου 2000, την καθιέρωσιν της εορτής της μνήμης του Αποστόλου Παύλου ως Θρονικής εορτής της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις. Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του. Κατά τη διάρκεια της κατ’ οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε τού δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών. Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωση της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.
Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια:
«Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ’ επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ό,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.»
Ακολούθησαν επικήδειοι λόγοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο που εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εκπροσωπώντας τη Κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Δήμαρχο Αθηναίων. Στη συνέχεια το φέρετρο τοποθετήθηκε επάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου. Η πομπή κατέληξε στο Α ΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου ακολούθησε πατριαρχικό τρισάγιο και στη συνέχεια η ταφή.