Το Διήγημα του Σαββάτου|| Ο θείος ο Κωστής του Μπάμπη Κοιλιάρη

Γράφει ο Μπάμπης Κοιλιάρης

Αφιερωμένο στο θείο Κωστή …..

Ο θείος Κωστής – σκίτσο του 1973 –

 Ήταν ένα απόγευμα του Οχτώβρη, καταθλιπτικό και συννεφιασμένο. Όλα έδειχναν ότι ερχόταν δύσκολες μέρες. Δεν έλεγε να βρέξει, όμως ένοιωθες την υγρασία να σε τρυπανίζει. Ο Κωστής, 22 χρονώ παλικαράκι, ανέβαινε αργά μαζί με όλους τους άλλους τις σκάλες του πλοίου, φορτωμένος με ότι του έδωσαν η μάνα του και η 18χρονη σύζυγός του για να περάσει τον δύσκολο, όπως προμηνύονταν, χειμώνα στα βουνά της βόρειας Ηπείρου.

Νιόπαντρος σχεδόν, άφηνε την ζεστή αγκαλιά της όμορφης γυναίκας του για να πάει σε τούτο το αναπάντεχο κάλεσμα της Πατρίδας. Με συρτό βήμα συνέχιζε να ανεβαίνει αργά τη σανιδόσκαλα του καραβιού, χωρίς να πάρει ούτε στιγμή το βλέμμα του από την Δέσποινα, τη γυναίκα του. Τα οχτάχρονα κουνιάδια του και ο πεθερός του στεκόταν παραπέρα. Εκείνος, ο μπαρμπα Γιώργης, ταλαίπωρος πρόσφυγας, αποχαιρετούσε μαζί με τον Κωστή και τον πρωτότοκο του, το Γιάννη 19 χρονώ παιδί.

Η Δέσποινα έκλαιγε απαρηγόρητα και του κουνούσε το μαντήλι. Κανένας απ όλους αυτούς τους νεαρούς δεν είχε συνειδητοποιήσει που πάει πραγματικά. Δεν είχαν ακόμη εικόνα για το τι σημαίνει Αλβανικό Μέτωπο. Ότι μάθαιναν ήταν από το ραδιόφωνο του καφενείου και απ τις εφημερίδες με μια δυο μέρες καθυστέρηση. Οι περισσότεροι ήταν όλο χαρά, με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Πολλοί, ανυπόμονοι σαλτάριζαν από το πλάι στο χαμηλό κατάστρωμα του πλοίου που πήρε κάποιες ώρες για να γεμίσει.

Φεύγουν κι άλλοι από την οικογένεια. Ξεκίνησαν όλοι μαζί από τη γειτονιά αλλά μέσα στο καράβι χάθηκαν. Έτσι κι αλλιώς πήγαιναν να παρουσιαστούν σε διαφορετικά τάγματα. Κι από κει στο μέτωπο….

Ο πατέρας μου, ο θείος Κωστής κι ένας ξάδελφος

Ο θείος Κωστής ερχόταν τακτικά στο σπίτι μας με τη θεία να κάνουμε βεγγέρα. Μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες να κάμουν παιδιά, υιοθέτησαν ένα κοριτσάκι. Μεγαλώναμε μαζί και την αγαπούσαμε σαν αδελφή μας. Ήταν ένα σκέτο πειραχτήρι. Ο θείος πάντα, δέκα λεπτά μετά τον ερχομό του, έσκυβε το κεφάλι, κατέβαζε και την τραγιάσκα και άρχιζε το ροχαλητό. Καμιά παιδική φωνή, κανένας ήχος απ τα κουζινικά, κανένα γέλιο απ τα παιχνίδια μας δεν τον ξυπνούσε. Η κόρη του πρώτη άρχιζε τα πειράγματα. «Πάλι κοιμάσαι μπαμπά; Ξύπνα… ε!!!». Τρόμαζε για λίγο ο θείος Κωστής αλλά σύντομα ξανάπεφτε στην αγκαλιά του Μορφέα. «Αφήστε τον. Είναι κουρασμένος.» έλεγε η θεία Δέσποινα. «Ξυπνά πρωί και πάει στο παζάρι».

Ήταν Οκτώβρης και η δασκάλα μας, η κυρία Ρούλα μας ζήτησε να βρούμε ιστορίες του ‘40 από γονείς και θείους. Την προηγούμενη χρονιά έγραψα τις ιστορίες της μάνας μου. Φέτος σκέφτηκα να ρωτήσω το θείο Κωστή για τα κατορθώματά του στον πόλεμο. «Θείε, μην κοιμηθείς απόψε. Σε παρακαλώ». «Γιατί;» μου λέει. «Θέλω να μου πεις για τον πόλεμο. Πως ήταν, πως πέρασες» του απάντησα.

Έκανε προσπάθεια να κρατηθεί ξύπνιος επειδή με αγαπούσε. «Μαϊμούμες, απεπούπες, ντοντάγια»μου λέει. Πάντα θυμόταν, μου λεγε και μου ξανάλεγε τις φράσεις που το έλεγα εγώ, όταν ήμουν πολύ μικρός. «Θείε, άσε τα λιοντάρια και πες μου για τον πόλεμο». «Ε ναι λοιπόν, ήταν δύσκολα. Όχι τόσο το μπαμ-μπούμ και το κρυφτό που παίζαμε με τους βρωμο-Ιταλούς όσο το κρύο. Τρομερό κρύο! Που δεν το είχαμε νοιώσει εδώ στη Χίο. Εγώ ήμουνα Ημιονηγός. Τους είπα ότι είχα αλογάκι εδώ και θεώρησαν ότι είμαι κατάλληλος για να οδηγώ μουλάρι. Φορτώναμε μπόμπες, σφαίρες, τρόφιμα, γαλέτες από τα μετόπισθεν και τα πηγαίναμε στα βουνά. Στο μέτωπο. Στα τάγματα. Δύσβατη περιοχή η Πίνδος. Στενά περάσματα, ανηφορικά μονοπάτια. Έτρεμε η ψυχή μας να μη γκρεμοτσακιστούμε. Μια φορά σ’ ένα φαράγγι μας την είχε στήσει μια διμοιρία Ιταλών. Πυροβόλησαν και σκότωσαν το πρώτο μουλάρι. Τον καημένο τον Ψαρή!».

Ο θείος “μουλαράς” στην Αλβανία

Ο θείος σταμάτησε την αφήγηση και σήκωσε τα μάτια ψηλά στο ταβάνι σαν να βλέπει πάλι το μουλάρι του. Τα χρυσά του δόντια άστραψαν στο φως της κουζίνας, όταν χαμογέλασε αναπολώντας. Κι εγώ περίμενα να ακούσω τα υπόλοιπα με αγωνία. «Τι έγινε μετά θείε Κωστή;». «Μετά Μπάμπη παιδί μου, βγάλαμε τα ντουφέκια, οχυρωθήκαμε πίσω από κάτι βράχια και αρχίσαμε τον κλεφτοπόλεμο.

Ο Ίλαρχος, ο λοχαγός να πούμε, είχε στη ζώνη του χειροβομβίδες. Έριξε δυο προς το μέρος των Ιταλών και αυτοί σήκωσαν άσπρη σημαία. Παραδόθηκαν σχεδόν αμέσως. Είχαν σκοτωθεί κάποιοι και τους άλλους τους πήραμε μαζί μας». «Ζωντανούς;» του λέω. «Ναι. Αιχμαλώτους. Καλοί άνθρωποι ήταν. Τους δώσαμε τσιγάρο και φαί. Ύστερα τους παραδώσαμε στο τάγμα. Δεν μας έκαμαν τίποτα. Εκτός που μας σκότωσαν τον Ψαρή. Το πιο καλό μας μουλάρι.

Άναψε ένα άφιλτρο «Άσσο», αφού τον χτύπησε δυο τρεις φορές πάνω στο πακέτο του. Το τσακμάκι του πήρε με τη δεύτερη κι ένα ντουμάνι καπνό έκαμε την ατμόσφαιρα του δωματίου «νεφελώδη». Τον άφησα να το απολαύσει περιμένοντας να μου πει κι άλλα. Όμως φαίνεται πως οι περιπέτειές του ήταν μετρημένες αφού η ζωή στα μετόπισθεν ήταν ρουτίνα και σχεδόν ανιαρή. « Τι άλλα θειε; Τι άλλα έκανες;» γύρισε και με κοίταξε θλιμμένα. «Νικούσαμε συνεχώς. Χιμάρα, Τεπελένι, άγιοι Σαράντα! Όλο νίκες! Αλλά ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί και αναγκαστήκαμε να γυρίσουμε πίσω.

Χιώτες στον πόλεμο

 «Σήκω Κωστή! Πήγε δέκα η ώρα. Πάμε. Είπε η χοντρή μου θεία και μου έκοψε το παραμύθι στη μέση. Αφού έφυγαν, με την ελπίδα να μου πει τα υπόλοιπα την άλλη φορά, είδα τον πατέρα μου να γελά. «Ξέρεις πως γύρισε ο θείος σου πίσω;» μου λέει με πειραχτικό ύφος «Όχι» του απάντησα. «Ο θείος ο Κωστής, ξέρεις πως πάντα κοιμάται όπου βρεθεί. Ακόμα και πάνω στο κάρο, όταν κάνει τα αγώγια του. Έτσι λοιπόν στον πόλεμο, κοιμόταν και πάνω στα μουλάρια. Γι αυτό δεν είχε να σου πει πολλά.»

Ο πατέρας μου δεν συμπαθούσε και πολύ τον μπατζανάκη του αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. «Όταν λοιπόν έγινε η οπισθοχώρηση, πήρε ένα μουλάρι, το φόρτωσε με πράγματα, έπιασε την ουρά του, έκλεισε τα μάτια του και περπατούσε σχεδόν κοιμισμένος. Το μουλάρι τον έφερε στην Αθήνα. Έτσι έλεγε ο θείος Σταμάτης που ισχυρίζεται πως τον είδε». Ο Σταμάτης ήταν πάντα υπερβολικός. Ο θείος ο Κωστής. Σαν να τον βλέπω μπροστά μου, ψηλός, με μουστάκι και τραγιάσκα, καθισμένος λοξά στο κάρο του να ανηφορίζει κουρασμένος το δρόμο της Λέτσαινας. θα είναι πάντα για μένα ο Ήρωας του Αλβανικού μετώπου.

Συγγραφέας: Μπάμπης Κοιλιάρης.

Σημείωση: Ευχαριστώ θερμά τον εκλεκτό Χίο καλλιτέχνη, ζωγράφο, δάσκαλο ζωγραφικής, μουσικό και κειμενογράφο, πολυσχιδή αξιόλογη προσωπικότητα για την συμμετοχή του στην στήλη ‘Το διήγημα του Σαββάτου’ με το υψηλού λογοτεχνικού επιπέδου  αφήγημα του.

Σκίτσο ‘Θείος Κωστής’: Μπάμπης Κοιλιάρης.

Φωτογραφίες: Αρχείο Μπάμπη Κοιλιάρη.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια.

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.