Γευσιγνωσία Ξινόμαυρου – Βίου.

 

Γράφει η Αγγελική Γιαννέλου.

Βροχή.

Βροχή, στην πετρωμένη γης, τη χέρσα – τής θύμησης.

Βροχή.

Βροχή, όπως Όνειρο, χρόνια στομωμένο σε μάτια παιδικά,

που γέρασαν, πεντόβολα παίζοντας τούς Καιρούς και τ’ Όνειρο

μελάνιασε, ατραπό προσμένοντας και δίοδο να πατήσει, να πορευτεί στού νου τ’ άβατα τα μέρη, τ’ αμάλαγα.

Νερό τής στάχτης – άμα καλοδείς. Στάχτη – αχός, θλίψη τ’ ανθρώπου, που ανεβαίνει, καπνός και κόβει τού ήλιου την ανάσα.

Πες τη αλισίβα τ’ ουρανού, που πέφτει να ξασπρίσει τα λερά,

τα γαριασμένα ασπρόρουχα τής ψυχής, τα φορεμένα και ματαφορεμένα – χρόνια – και να λαγαρίσει τα μάτια, να ιδούνε την αυγή – κατάματα.

Κατάματα ο άνθρωπος να ιδεί τα πραττόμενα, να ψάξει και να ψαύσει τών Καρφιών τούς δρόμους και στα κατάβαθά του να

νοιώσει και να εννοήσει πώς Μαύρη Τρύπα πυκνώνει και ρουφά

τα σύμπαντα – τού ανθρώπου – ο Χρόνος.

Θ’ ανθίσουν

Θ’ ανθίσουν, μες στην ταπεινοσύνη τους, δίχως κανένα αίτημα,

δίχως διεκδίκηση καμμιά, εκεί που δεν περίμενες θα σέ καρτερούν, προσφέροντάς σου τών αναβλεμμάτων τους τη δροσιά, κυκλάμινα, ενδεδυμένα άμφια κρουστά τής χαρμολύπης,

– εγκαυστικής σφραγίδας καρδιών, που μάχονται.

Μάχονται μάχη άμαχη, όχι επειδή – φευ – αγνοούν την μόνην έκβασή της, όχι επειδή τη δύναμη τής πέτρας παραβλέπουν,

μάχονται μόνον και μόνον επειδή – πάνω και πέρα απ’ όλα τα συμβεβηκότα και τα επισυμβαίνοντα – αθεράπευτα ελπίζουν.

Και να η ελπίδα, έλικες μίσχων τρυφεροί, τών σπλάχνων αίμα και να τα φύλλα τα καρδιόσχημα, μέ όλες τών αδάμαστων πόθων τις αρτηρίες και να εξάνθισμα λαμπρό και ευωδία λεπτότατη, για όσους, προς άγραν δωρεών έχουν έτοιμη την καρδιά τους, πάντοτε εν συντριβή προσμένοντες.

Εν καρτερία.

Βροχή.

Βροχή.Κι ο ήλιος από το μαύρο φρέαρ τών νεφών αναδυόμενος,

ανιστάμενος απ’ τών παθών την πύκνωση, ελπίδα κι αυτός, φαεσφόρος, στού βίου την κόψη.

Θα βλαστήσουν.

Θα βλαστήσουν, μετά από τέτοιο κλάδεμα, ανελέητα βαθύ, στής

καρδιάς σου τα υψίπεδα και στις πλαγιές σου, τις δυτικές, αμπελάκια ξινόμαυρου ντόπιου, κληρονομιά σου πατρική, που

εγκλιματίστηκε καιρούς πολλούς, πάππου προς πάππον κι αντέχει χάλαζα, βορηά και φυλλοξήρα αντέχει – τού νου.

Και, καταγελώντας τών ενιαυτών την άκρα περηφάνεια, καρπίζει

και ξανακαρπίζει βότρυες – τού ήλιου θηρευτές και τού υετού

συλλέκτες και τής σελήνης συνοδοιπόρους πιστούς, σε όλες της

τις φάσεις.

Σε τί ληνό να πατηθεί τέτοιος άκρατος βίος και ποιά θα είναι η δρυς – φηγός, τούς κλώνους της – χέρια- να προσφέρει,ν’ αγκαλιάσουν σοφά τής γης – ψυχής το αίμα, σε ποιά να το μυήσουν ζύμωση, που και τα μάρμαρα στις κοίτες τους να μεθύσουνε, να εκστασιαστούνε, ακόμα και τα μακρινά τα γυρισμένα όλο κατά την ανατολή,που τρεμοσβήνουνε, καντήλια,

ν’ αρχίσουν να χορεύουνε, γύρο απ’ τα πετρωμένα τα ονόματα και να εγκαλούν τον Θάνατο, τον λιποτάκτη.

Όσοι στής αυγής την ορμή μαθήτευσαν και στού καλπασμού της παραβγήκαν το γινάτι κι ύστερα τών δειλινών την περισυλλογή τού βίου τους προπαίδεια την κάμαν, αξιωθήκανε, στών ματιών τους τις κόρες να καθρεφτίζονται λειμώνες εσώτατοι και ύδατα

τερπνά, τα αρδεύοντα τού Ονείρου τους τις αρτηρίες.

Θάλλουν εδώ τών κυπαρίσσων οι αμαράντινοι ανθοί και ο βασιλικός ο μαύρος, που ενδύεται ολόλευκα για τού Σταυρού και η μυρουδιά του σφραγίζει τον τάφο.

“Τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον;” (1)

Αναρρωτιούνται οι ταπεινοί, τής ησυχίας οι χειρώνακτες, οι αφανείς κι έχουν μονάχα μιά ευχή, πιό κι απ’ τού κυπαρισσιού τις ρίζες βαθειά ριζωμένη στην ανάσα τους:

Πώς να γινόταν να βρεθεί,πώς να βρισκόταν ο Δάσκαλος –

ο Ένας – στη ζωή τους, ζωή που την περάσανε οδίτες πένητες τής ερημίας τους, ο Δάσκαλος, με τη σάρκα την καταπληγωμένη,

απ’ τών δικών τους τών παθών τα λογχίσματα στα τυφλά, μα με σθεναρά, ακέργια για τον Αγώνα οστά και μιά καρδιά συντετριμμένη στην αγάπη, να τούς διδάξει τών μελλούμενων γενεών την Αλφαβήτα;

Όχι όπως στα χρόνια τους – πρωτάκια τής ζωής – παλέψανε

τών προγόνων τους τούς – ανεξιχνίαστους ακόμα – κώδικες ν’ αποστηθίσουν.

Να τούς μυήσει στην Αλφαβήτα τής ζωής, με την φορά που ακολουθεί ο βίος, που ξεκινά απ’ το ”Ωμέγα”, την κιβωτό τών ωδινών, άβατων ή πολυφορεμένων ή ρακένδυτων, φευ, τόσο εφήμερων ωρών και, πορευόμενος -αιμάσσουσι ποσί- βουστροφηδόν, κάνοντας παννυχίδα στο ”Θήτα” τού Θεού και τού θανάτου, να φθάσει στο ”Αλφα”, το αστραπόμορφο, τού Ενός, τον άρρητο, τον ακατάλυτο, τής ατελεύτητης Ανάστασης

τον Αίνο.

ΑΜΗΝ.

  • Μαρκ. 16.3

Φωτογραφία από το διαδίκτυο.

Αγγελική Γιαννέλου.

Ποιήτρια, Καθηγήτρια Μ.Ε, Μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών(Ε.Ε.Λ).

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.