Τουρισμός, ή τροχοπέδη της ελληνικής οικονομίας Γράφει ο Ντόϊκος Δημήτρης.

 

Περίτου θέματος σειρήνες υπήρξαν πολλές και συχνές εδώ και δεκαετίες, άλλες με τις γνωστές και γραφικές υπερβολές τους, και άλλες με επιχειρήματα και προτάσεις, οι τελευταίες ήταν και η συντριπτική μειοψηφία. Ακούστηκαν ποικίλες απόψεις, από το “θα γίνουμε γκαρσόνια της Ευρώπης” μέχρι το “ θα γίνουμε Μονακό της Ευρώπης ”, όλα εκφράζοντας την πατροπαράδοτη και γλαφυρή ελληνική υπερβολή. Παρόλα αυτά ο κλάδος του τουρισμού αναπτύχθηκε ραγδαία στην Ελλάδα, καθιστάμενος η ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στις φυσικές ομορφιές που διαθέτει η χώρα μας, στο πλούσιο παρελθόν που έχει αφήσει τα ίχνη του παντού και την έκαναν ένα πανίσχυρο brand name, αλλά και στην ελληνική νοοτροπία της αρπαχτής, σύμφωνα με την οποία είναι ευκολότερο να ασχοληθεί κανείς με κάτι που ήδη υφίσταται, παρά να ρίξει βάρος σε τομείς της οικονομίας μεγαλύτερης έντασης. Ο τουρισμός ήταν ήδη από μόνος του ένα μαγαζί πρώτη γωνία. Έτρεχε από μόνος του.

Η ισχυρή εξάρτηση της οικονομίας μας από τον τουρισμό, αν δεν έγινε ορατή εδώ και χρόνια σε πολλούς, με την επιδημία του κορονοιού τουλάχιστον έγινε πιεστική σε όλους μας, άφησε την σφραγίδα της σε κάθε τομέα της οικονομίας, και μιας και εμβόλιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα, πρέπει να μας προβληματίσει και να μας κάνει να αλλάξουμε νοοτροπία και κατεύθυνση.

Η σημασία του τουρισμού στην οικονομία

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΤΕ-Σύνδεσμος Ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων- ο τουρισμός εν έτει 2019 διαμόρφωνε το 20,8% του εθνικού μας ΑΕΠ, απασχολούσε το 21,7% του εργατικού δυναμικού, περίπου 946.000 απασχολούμενους, έφερε έσοδα από το εξωτερικό 17,7€ δις, με μέση κατά κεφαλή δαπάνη επισκέπτη τα 564€. 70% σχεδόν των ξενοδοχειακών μονάδων συγκεντρώνονται σε 4 περιοχές της Ελλάδος, προκαλώντας έτσι έναν επικίνδυνο υδροκεφαλισμό στο τουριστικό μας προϊόν, που απειλεί να του αφαιρέσει την ποιοτικότητα που το διακρίνει έναντι των ανταγωνιστών του. Ο τουρισμός έσωσε στην κυριολεξία την ελληνική οικονομία από το 2010 και έπειτα, σημειώνοντας κάθε χρόνο νέο ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων. Παράλληλα βοήθησε να αναπτυχθούν πολλαπλασιαστικά και άλλοι τομείς που έχουν σχέση με αυτόν, όπως ο κλάδος της οικοδομής στις ξενοδοχειακές μονάδες αλλά και στον χώρο των μικρών τουριστικών καταλυμάτων, ο κλάδος της εστίασης, της παραγωγής τροφίμων τόσο μέσω της βιομηχανικής παραγωγής όσο και μέσω της απορρόφησης μεγαλύτερων αποθεμάτων της πρωτογενούς παραγωγής, και ο κλάδος των μεταφορών. Συνολικά η επίδραση του τουρισμού στο εθνικό μας ΑΕΠ υπολογίζεται στο 25%.

Το φαινόμενο του υδροκεφαλισμού στον ελληνικό τουρισμό φαίνεται και από τα έσοδα ανά περιφέρεια. Πρώτη και με διαφορά η περιοχή νοτίου Αιγαίου με εισπράξεις 4,69 δις ευρώ, δεύτερη η Κρήτη με εισπράξεις 3,19 δις, σχεδόν τον ίδιο αριθμό εισπράξεων έχουν να παρουσιάσουν Αττική-Ακρόπολη γαρ- και Κεντρική Μακεδονία με επίκεντρο την Χαλκιδική, έσοδα γύρω στα 2,040 δις, και ακολουθούνε τα νησιά του Ιονίου με 1,84 δις. Με εξαίρεση την περιοχή νοτίου Αιγαίου και κάποιες μεμονωμένες μονάδες σε Κρήτη και ηπειρωτική Ελλάδα, η τουριστική κίνηση κινήθηκε στην κατεύθυνση του μαζικού τουρισμού, επικεντρωμένος κατά τα πρότυπα των καιρών σε οργανωμένα all inclusive ξενοδοχεία, και συγκεντρωμένα κυρίως στην Κρήτη, Ρόδο, Κω, Κέρκυρα, Ζάκυνθο, Σάμο, και Χαλκιδική. Το σύστημα αυτό είχε αρχίσει να ξεφουσκώνει ήδη πριν από την έλευση της επιδημίας, μην μπορώντας να ανταγωνιστεί τιμολογιακά το αντίστοιχο προϊόν της Τουρκίας, και άλλων χωρών που ερχόταν στο προσκήνιο όπως Αίγυπτος και Τυνησία. Όποιος δεν είδε ότι η ραγδαία αύξηση του μαζικού τουρισμού στην Ελλάδα οφειλόταν πρωτίστως στους φόβους των Ευρωπαίων καταναλωτών να ταξιδέψουν σε χώρες που εγκυμονούσαν ταραχές παρά στο “ καλύτερο ποιοτικά προϊόν ” που διαθέταμε, επιβεβαιώνει για πολλοστή φορά την αντίληψη περί ελληνικής εθελοτυφλίας.

Η κατάσταση ως έχει σήμερα, κύριες κινήσεις

Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι φυσικές ομορφιές της Ελλάδος αποτελούν μία διαφήμιση από μόνες τους, δημιουργούν στον υποψήφιο πελάτη την προδιάθεση να βάλει την χώρα στο πρόγραμμά του. Στηριζόμενος σε αυτή την λογική ο εγχώριος επιχειρηματικός κόσμος επικέντρωσε σε αυτό τον τομέα την κύρια δραστηριότητά του. Όταν σε μία χώρα η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρηματιών ασχολούνται με μαγαζιά και εμπόριο είναι λογικό να περιμένει κανείς αυτή την εξέλιξη. Μόνο αυτή την εποχή αναμένονται επενδύσεις σε ξενοδοχειακές μονάδες υψηλού επιπέδου τύπου Resorts και όχι μόνον ύψους σχεδόν 13 δις ευρώ, με κορωνίδα την επένδυση στο Ελληνικό όπου θα δημιουργηθεί και δεύτερο καζίνο στην Αθήνα γιατί ένα δεν μας έφτανε… Δεν μπορώ καν να φανταστώ τι δυναμικό θα απελευθέρωναν στην οικονομία της χώρας αυτά τα χρήματα αν επενδύονταν στον τομέα των τεχνολογιών αλλά αυτό το αφήνω για τους ιστορικούς αναλυτές του μέλλοντος που θα καταγράφουν τα αίτια της επόμενης χρεοκοπίας μας…

Θα πρέπει να γίνει μία σχετική έρευνα σε βάθος χρόνου για την βιωσιμότητα του τουριστικού κλάδου, και τις περιοχές που μπορεί να εξελιχθεί. Ο μαζικός τουρισμός της δεκαετίας που πέρασε δεν πρόκειται να ξαναρθεί. Οφειλόταν στις εσωτερικές ταραχές ανταγωνιστικών χωρών, και στην απότομη μείωση των αποδοχών του Έλληνα εργαζομένου. Αυτά τα στοιχεία αλλάζουν. Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να γνωρίζουν οι Έλληνες επιχειρηματίες, ότι το βαλλάντιο του μέσου Ευρωπαίου καταναλωτή έχει μειωθεί αισθητά. Το κόστος ζωής ανεβαίνει με αποτέλεσμα να μειώνεται η αγοραστική δύναμη του μέσου εργαζομένου, η μεσαία τάξη συρρικνώνεται με ασύλληπτους ρυθμούς, και ο μέσος Ευρωπαίος απόκτησε μία νοοτροπία ALDI όπως κατονομάζεται, και σύμφωνα με την οποία η τιμή είναι και ο κύριος παράγοντας λήψης απόφασης. Τιμολογιακά η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί χώρες όπως η Τουρκία ή η Τυνησία, όπου τα ξενοδοχεία τυγχάνουν ακόμη και άμεσης επιδότησης από το κράτος ώστε να διατηρούνται ανοιχτά ακόμη και τους χειμερινούς μήνες. Τα πρότυπα που πρέπει να βαδίσει η Ελλάδα είναι άλλα.

Ακόμη και ο τομέας του ποιοτικού τουρισμού τύπου Resort ή Spa όπως διαρκώς ακούγεται τον τελευταίο καιρό, ενέχει κινδύνους αποδόμησης ολόκληρου του κλάδου. Το κοινό, περισσότερο μάλιστα οι νέοι, βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση νέων κατευθύνσεων, νέων ρευμάτων και εμπειριών. Οι μόδες αλλάζουν γρήγορα και κάποτε χωρίς λόγο. Κάποτε ήταν οι Κάννες, το Σεν Τροπέ και η Κυανή Ακτή το τουριστικό κέντρο του κόσμου. Ακολούθησε η Μαγιόρκα και η Κόστα Μπράβα ώσπου κατέπεσαν στον μαζικό τουρισμό, ακριβώς στην ίδια παγίδα που έπεσαν Κέρκυρα, Ρόδος, Κως την δεκαετία του 80. Μετά την Ιμπιθα ήρθε η σειρά της Σαρδηνίας να στεφθεί βασίλισσα του τουρισμού. Αρχές του αιώνα πήρε τα σκήπτρα η Πορτογαλία, η Πράγα, η Ταϋλάνδη. Μετά το 2010 Μύκονος και Σαντορίνη έγιναν οι αναμφισβήτητοι πρωταθλητές, μένει να δούμε ως πότε. Η επιδημία περιόρισε και τα πάρτυ, τα ταξίδια μειώνονται, και οι σελέμπριτις είναι ασταθείς στα γούστα τους.

Μία ένδειξη για τις εξελίξεις των καταναλωτικών κατευθύνσεων που θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις, είναι η συνεχής χρεοκοπία πολλών καζίνο ανά την υφήλιο, είτε το MGM Mirage στις ΗΠΑ, το πασίγνωστο Campione d Italia, το ηλεκτρονικό καζίνο MyBet, αλλά ακόμη και τα δικά μας καζίνο σε Αλεξανδρούπολη, Ρίο, Κέρκυρα, και Λουτράκι που απασχολεί 1200 εργαζομένους, και διασώθηκε την τελευταία στιγμή χάρις σε δικαστική απόφαση, απόφαση που κατά την γνώμη μου απλά θα επιτείνει την αγωνία. Οι καιροί αλλάζουν, όπως και οι συνήθειες των ανθρώπων. Και ο τουρισμός είναι ένας κλάδος άμεσα εξαρτώμενος από τις ανθρώπινες συνήθειες.

Προοπτικές και προτάσεις

Υπάρχουν τρία μοντέλα τουριστικής ανάπτυξης. Το μαζικό, όπου η Ελλάδα εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να επιβληθεί των ανταγωνιστών της, μία κράτηση από tour operator κατακρατεί μεταξύ 60 και 70% της συνολικής τιμής για την πτήση, το ημιαυτόνομο μοντέλο του αυθόρμητου εξοχικού με την γειτονική ταβέρνα και την ημιοργανωμένη παραλία που γνώρισε άνθηση τις δεκαετίες 70 και 80 στην Μεσόγειο, κρατάει πελάτες που έχουν και θέλουν να διαθέσουν χρήματα αλλά όχι πολλούς, αυτοί συνήθως απεχθάνονται τον μαζικό τουρισμό, και τέλος το μοντέλο του πολυτελούς τουρισμού ή και ποιοτικού, τύπου Μυκόνου ή Resorts.  Αυτό το μοντέλο δεν είναι για όλα τα μέρη, θέλει ειδικευμένο προσωπικό, και απαιτεί μεγάλες και ριψοκίνδυνες επενδύσεις. Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, πρέπει να πούμε τα πράγματα όπως είναι, και να λάβουμε τα μέτρα μας.

α) Ο τουρισμός είναι ευλογία για μικρά μέρη που δεν έχουν άλλες δυνατότητες βιοπορισμού, ενώ παράλληλα διαθέτουν ένα ευαίσθητο οικοσύστημα. Μικρά νησιά από τα εκατοντάδες που διαθέτει η Ελλάδα, ορεινά χωριά μέσα σε καταπράσινα βουνά, ή απομονωμένες περιοχές που βρίσκονται μέσα σε ένα ειδυλλιακό και παρθένο περιβάλλον, είναι ιδανικοί τόποι για τουριστική ανάπτυξη, ενώ ο μικρός αριθμός κατοίκων θα τους δίνει την δυνατότητα να εξαρτώνται σχεδόν ολικά από τον τουριστικό κλάδο. Νέες επενδύσεις που δρομολογούνται σε μικρά νησιά όπως η Ιος, ή σε περιοχές μακριά από μεγάλα οικονομικά κέντρα όπως η Μάνη ή η Ερμιονίδα, είναι στην σωστή κατεύθυνση. Αντίθετα δρομολόγηση περαιτέρω επενδύσεων στην Κρήτη, ένα διαμέρισμα που διαθέτει ένα από τα αρτιότερα γεωργοκτηνοτροφικά δυναμικά στην χώρα, με ένα από τα πλέον καινοτόμα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την βάση για εγχώρια παραγωγική δραστηριότητα στο νησί, είναι ένα λάθος σινιάλο. Το νησί αποπροσανατολίζεται, χάνει τον ορίζοντα των εξελίξεων σε τομείς όπως η τεχνολογία, βιοτεχνολογία, βιομηχανία τροφίμων, κλπ.

β) Η υπερσυγκέντρωση κεφαλαίου, εργασιακού δυναμικού, και η διακλάδωση περισσότερων τομέων της οικονομίας μας στον τουριστικό κλάδο, αιχμαλωτίζει αφ ενός το μεγαλύτερο δυναμικό της χώρας σε μία μονολιθική οικονομική κατεύθυνση εμποδίζοντας την ανάπτυξη άλλων τομέων που ανήκουν στο μέλλον, από την άλλη πλευρά θέτει την οικονομία σε μία τροχιά από την οποία δεν διαγράφονται εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος. Ήδη ένα τέτοιο βιώνουμε σήμερα με την πανδημία.

γ) Η Ελλάδα έχει παραμελήσει τον παράγοντα αειφορία στον τουρισμό. Ελάχιστοι είναι οι τουρίστες που γνωρίζουν ποια είναι τα παραδοσιακά τοπικά προϊόντα του μέρους που θέλουν να παραθερίσουνε, ελάχιστες είναι και οι προσπάθειες των αρμοδίων αλλά και των τοπικών παραγόντων να προωθήσουν τα τοπικά προϊόντα τους στις ξένες αγορές μέσω της γνωριμίας τους με τους ξένους παραθεριστές. Περιοχές όπως η Κέρκυρα πχ που διαθέτουν τοπική μικροζυθοποιία και ένα βούτυρο ανώτερης ποιότητας, η Λέσβος που διαθέτει μία παράδοση αιώνων στην τυροκομία της, η Χίος με τα γνωστά προϊόντα της, είναι περιπτώσεις περιοχών που μέσα από στοχευμένες προωθήσεις των προϊόντων τους, θα μπορούσαν να χαράξουν μία νέα δυναμική στην οικονομική τους πορεία.

Γνωρίζετε ότι είναι σχεδόν άγνωστη η μαστίχα στην Ευρώπη; Και όμως εκτός από ελάχιστους που επισκέφτηκαν κάποτε την Χίο, κανείς δεν γνωρίζει την μαστίχα. Κανείς δεν ξέρει τι είναι Μαστέλο Χίου, ή ότι το νησί διαθέτει δική του ζυθοποιία. Η ροδίτικη σαμπάνια είναι άγνωστη λέξη στην Ευρώπη. Θυμάμαι ακόμη μετά από χρόνια Γερμανούς τουρίστες να πίνουν μία τεντούρα που τους πρόσφερε το κατάστημα που δειπνούσαν, όταν αναφώνησαν έκπληκτοι “ κι εμείς γιατί δεν ξέρουμε τίποτε άλλο από ούζο;” Γιατί κανείς δεν το προώθησε. Γιατί δεν συνεννοήθηκαν αρμόδιοι με παραγωγούς να προσφέρει κάθε ταβέρνα και το τοπικό προϊόν ως κέρασμα, κανένας δεν προσφέρθηκε να το κάνει γνωστό. Έτσι μένουν άγνωστα τυριά Νάξου, Λέσβου, Κρήτης, Ζακύνθου, Χίου, Λακωνίας, κρασιά Λήμνου, Θάσσου, Σάμου, Ρόδου, Αρκαδίας, Κρήτης, τοπικά αλλαντικά Κρήτης, Λευκάδος, Θάσου, ή τοπικά μέλια υψηλής θρεπτικής αξίας. Το τμήμα του υπουργείου που ασχολείται με τον Τουρισμό πρέπει άμεσα να εκπονήσει σχέδιο προώθησης τοπικών προϊόντων μέσα από στοχευμένη καμπάνια. Θα στοιχίσει λιγότερο από συμμετοχή σε εκθέσεις και θα έχει άμεση επαφή με τους καταναλωτές σε αντίθεση από τις εκθέσεις.

δ) Όπως προανέφερα, ο μαζικός τουρισμός δεν μπορεί να σταθεί στην Ελλάδα. Κάποτε θα αποχωρήσει με θόρυβο. Η Ελλάδα όμως έχει την δυνατότητα να αντικαταστήσει τις ζημιές που θα προκύψουν με την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου σε ολόκληρο το έτος. Παραδοσιακά ορεινά χωριά με απερίγραπτο τοπικό κλίμα, ή περιοχές απίστευτου φυσικού κάλλους που συνιστάται για πεζοπορία, ανάπαυση, τοπικές εξερευνήσεις, μονοπάτια λαϊκής παράδοσης και γευσιγνωσίας, παρουσίαση τοπικών οίνων και μελιών ή ξενάγηση σε αποστακτήρια τσίπουρου, είναι δραστηριότητες που έλκουν μεγάλο αριθμό επισκεπτών περισσότερο ευκατάστατων από τους θερινούς τουρίστες του all inclusive. Περιοχές όπως τα ορεινά χωριά της Ηπείρου, μιας περιοχής που απουσιάζει παντελώς από τα ταξιδιωτικά φυλλάδια για Ελλάδα, η Βάλλια Κάλντα, τα χωριά του Ασπροποτάμου στην Πίνδο, η ορεινή Αρκαδία, η Ευρυτανία, η ορεινή Κρήτη, η Λακωνία, η Καστοριά, το Δέλτα του Έβρου ή το Πήλιο, είναι ιδανικά μέρη για ράφτινγκ, ορειβασία, εξερεύνηση, πεζοπορία, γνωριμία με νέες γεύσεις, ακόμη και για μόνιμη διαμονή ανθρώπων που αναζητούν κάτι το διαφορετικό για τα χρόνια της σύνταξής τους. Κατά αυτό τον τρόπο θα περικλείονταν τουριστικά σχεδόν το σύνολο των σχετικά οικονομικά ευάλωτων περιοχών της χώρας.

Σε γενικές γραμμές αυτές είναι οι προτάσεις μου για την μετεξέλιξη του τουρισμού στην Ελλάδα σε ένα πιο ευέλικτο προϊόν, προκειμένου να αντισταθεί στις απαιτήσεις των καιρών που έρχονται και που δεν θα είναι καθόλου εύκολοι. Ήδη η πανδημία μας έδειξε εικόνες από το ζοφερό μέλλον. Ο τουρισμός είναι ένα πολύ ευάλωτο προϊόν. Μία ατυχία, κάποια καιρικά φαινόμενα, μία σύντομη πολιτική αναταραχή, είναι παράγοντες ικανοί να τινάξουν μία σεζόν στον αέρα, μία σεζόν που τροφοδοτεί την Ελλάδα με φρέσκο χρήμα. Καιρός να μετατρέψουμε σε πιο ευέλικτους δρόμους αυτό το προϊόν, αλλά παράλληλα να αρχίσουμε να αποδεσμευόμαστε σταδιακά από την εξάρτησή του, για να μην τρέχουμε πάλι όπως πάντα πίσω από τις εξελίξεις…..

Ντόϊκος Δημήτρης

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.