Τρείς λαλούν και δυο χορεύουν.  Χρονογράφημα του Μπάμπη Κοιλιάρη

 

Πάμε πίσω στο χρόνο; Πάμε σε μια εποχή που δεν είναι πολύ μακριά από τα τώρα. Σε μια εποχή που οι κοπέλες δεν είχαν δικαίωμα να γνωρίσουν ένα νέο. Αν ζούσαν και σε χωριό; Ένα παραπάνω! Δεν είχαν το δικαίωμα να κυκλοφορήσουν μόνες τους στο δρόμο. Ασυνόδευτες; Πα πα πα πα.!! Μόνο με το πατέρα ή τον αδελφό τους.  Στην χειρότερη περίπτωση αν αυτοί ήταν απασχολημένοι σε δουλειά,  η ομορφονιά πήγαινε βόλτα με τη μάνα της «-Και γρήγορα, ε? Όχι πασαγύρισμα στις ρούγες και στο λιβάδι!». Το πλέον κοινωνικό σημείο για της ανύπανδρες ήταν το παραθύρι, εκεί όπου κρεμιόταν με τις ώρες και περίμεναν να δουν κάποιο περαστικό νεαρό και να ξεροσταλιάσουν για μια ματιά του.

Από την άλλη μεριά τα παλικάρια του χωριού, έτσι και μυριζόταν κάποιο καινούριο φιντανάκι, κατέλυαν πολλά ζευγάρια παπούτσια, διαβαίνοντας πάνω-κάτω, όλο το απόγευμα. Μέχρι να ακουστεί η βροντερή φωνή του πατέρα που καλούσε τις γυναίκες του σπιτιού να μαζευτούν.  – Ε!! τι θα γίνει με σας τις δύο; Θα στρώσετε τραπέζι σήμερα; Επιτέλους!! Για συμμαζευτείτε πια…. Στο μικρό παράθυρο της σάλας με τα πλεκτά κουρτινάκια ρέμβαζαν από νωρίς, η κυρά Όλγα με την μικρότερη κόρη της, το Μαρουκώ, αγναντεύοντας τον καταπράσινο κάμπο με τα πορτοκάλια.

Μόλις ακούστηκε η φωνή του πατέρα, η κυρά Όλγα έσπρωξε τη Μαρούκα προς τα μέσα και τράβηξε το βασιλικό πάλι στη μέση της παραθυρόπλακας. -Τρέχα Μαρουκώ … πήγαινε να του στρώσεις να φάει. Δεν τον ακούς; Αν δεν σε δει δεν τρώει. Τι θα γίνει άμα σε χάσει; Μου λες;

Το Μαρουκώ ήταν η μικρότερη και η πιο αγαπημένη κόρη του μαστρο Γιώργη, του μπακάλη. -Θα μου δώσουν πολλά για να την πάρουν τούτη. Συνήθιζε να λέει. Ένα καράβι φλουριά γύρευε χωρατεύοντας, άμα του μιλούσες για το γάμο της κόρης του. Η αλήθεια είναι πως με τέσσερις κόρες δεν του μειναν και πολλά πράγματα για να προικίσει και την πέμπτη. Ο τελευταίος, ή χαμένος ή κερδισμένος λένε. Έτσι κι αυτός ρισκάριζε ζητώντας προίκα για την όμορφη Μαρουκώ αντί να της προσφέρει ο ίδιος. Το Μαρουκώ πριν ξεκολλήσει από το παράθυρο, πρόλαβε να πετάξει το κόκκινο γαρυφαλάκι που κρατούσε στο χέρι της. Και για πείτε; Που πήγε κι έπεσε; Μμμ!! Κατευθείαν απάνω στο ψαθάκι του Νικολού του Παπουτσή. Αυτός  έτυχε .. τι να κάνομε!! Αυτός χάλασε και τις περισσότερες σόλες απ’ τα παπούτσια του στο καλντερίμι για χάρη της. Κοντά ένα χρόνο πασχίζει να πείσει το Μαρουκώ να κατέβει και να της μιλήσει. Όμως εκείνη αν και πολύ θα το ήθελε, φοβόταν τον πατέρα της.

Άρπαξε το μυρωδάτο γαρίφαλο στο αέρα το Νικολό και το ‘χωσε στη μύτη του μεθώντας με την κανελένια μυρωδιά του. Έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να βλέπει την οπτασία της Μαρούκας πάνω στο παράθυρο. Δεν έλεγε να τα ανοίξει μέχρι που ο μπάρμπα Σταμάτης περνούσε με το γάδαρο φορτωμένο ξύλα και του έβαλε τις φωνές. -Πήγαινε στην άκρη βρε ονειροπαρμένε!! Μη σε πάρει ο γάδαρος από κάτω. Άντε πια και στο σπίτι σας κομμάτι. Όλο ‘δωνά μου ξημεροβραδιάζεσαι, στην πεζούλα. Άντε και σε γυρεύγει ο κύρης σου.  Η αλήθεια ήταν πως από την καλοσύνη του Νικολού, πολύ τον εθαρρούσαν για ούργιο!! Μα αυτός ήταν τετραπέρατος.

Μια μέρα το λοιπό, ο μαστρο Γιώργης ερώστησε με πυρετό, που τού ‘κοψεν τα ποδάρια. Λε της γυναίκας του -Όργα, κατεβήτε στο μαγαζί να ανοίξετε. Πάρε και το Μαρουκώ που ξέρει γράμματα για να κάνει τους λογαριασμούς. Όμως για σίγουρα, ‘α μου τους φέρνετε να τους τσεκάρω. Έτσι κι έγινε. Η κυρά Όλγα και η Μαρουκώ ανοίξανε το μπακάλικο. Έν ήθελεν πια πολύ να μάθει όλο το χωριό πως ο Γιώργης είν’ άρρωστος. Το ‘μαθε κι ο Νικολός. Μια και δυο, να κι έρχεται στο μπακάλικο να κόψει κίνηση. Σαν τον εβλέπει η Μαρούκα….. ετρέμανε τα χέρια της από την λαχτάρα. Η καρδιά της επήαιν να σπάσει. Πρώτη φορά είδεν το χρώμα τω ματιώ του. Πρώτη φορά ήνοιωσε την αναπνοή του πάνω στα μαλλιά της. – Τι να σου φέρω Νικολό; Τονε ρώτησε. -Ένα τσιγάρο από τα χύμα. Η κυρά Όλγα που ήξερε τι συμβαίνει, πετάγεται και του δίνει εκείνη σβέλτα το τσιγάρο για να τους ξεχωρίσει. Ο Νικολής άφηκε μια δραχμή στο τεζιάκι, ξανακοίταξε άλλη μια φορά τη Μαρούκα κι έφυγε σιωπηλός.

‘Εν ηπέρασε μισή ώρα και να σου πάλι ο Νικολής. Στεκόταν απ’ όξω από το μαγαζί και κοίταζε το Μαρουκώ που εξυπηρετούσε τον κόσμο. Εκείνη πάλι η πονηρή, κάνει ένα λογαριασμό σε πελάτη, μα προσποιήθηκε ότι ‘εν τα κατηφέρνει. Έτσι στέλνει την μάνα της στο σπίτι για να τον ελέγξει ο Μαστρο Γιώργης. Βρίσκει την ευκαιρία ο Νικολής και τσουπ, να σου τον πάλι στο τεζιάκι. -Τι θα πάρεις Νικολό; Του λε η Μαρούκα, όλο νάζι. -Εσένα, της αποκρίνετε εκείνος χωρίς περιστροφές. -Τι λες βρε; Και που ‘α με χώσεις; Στο κοφίνι; Έ χωρώ! Του λέει γελώντας. – Όχι! Της αποκρίνεται σοβαρός ο Νικολής. Απόψε στις δώδεκα ‘α σου κάνω σύνθημα την κουκουβάγια. Άμα το ακούσεις έβγα στο παραθύρι. Πάρε και μια αλλαξιά ρούχα. Η Μαρουκώ τον ήκουε με ανοιχτό το στόμα. -Θα με κλέψεις; Ουγού βρε Νικολή! ‘Α πεθάνει ο πατέρας μου σαν το μάθει. Του λέει.

Η κυρά Όλγα σαν είδε το Νικολή να μπαίνει, περίμενε εκεί και ήστησεν αφτί. Έτσι τ’ άκουσεν όλα. Και τις λεπτομέρειες της απαγωγής.  Εσκέφτηκε τα νιάτα της και ξάφνου τα είδεν όλα σαν ταινία ομπρός της. Τότε που αγαπούσε τον Κωνσταντή και τον περίμενε από τα ταξίδια να γυρίσει να την πάρει. Όμως ο κύρης της ‘εν ήθελε ναυτικό και ένα βράδυ της ήφερε στο σπίτι το Γιώργη τον Μπακάλη. Αν ήταν στεριανός ο Κωνσταντής θα την ήκλευγε και θα ταν μαζί τώρα. Δεν επέρασε άσχημα με το Γιώργη. Καλός άθρωπος, αλλά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Έτσι τώρα πήρε την απόφαση και μπουκάρει στο μαγαζί. – Μάνα!! Εδώ είσαι; Άκουσες; Της λέει η Μαρούκα. -Ναι παιδί μου, ξέρω. Άντε, με την ευχή μου κι εγώ θα σας βοηθήσω.

Έτσι κι έγινε, το βράδυ ο Νικολής έφερε μια σκάλα και μαζί με δύο φίλους του, έκλεψε το Μαρουκώ που κρύφτηκαν στο πατάρι του σπιτιού του. Οι γονείς του Νικολή ήταν καλοί άνθρωποι και καλοδέχτηκαν τη Μαρούκα. Ο πατέρας του μάλιστα την είχε ζητήσει για το γιό του αλλά ο μαστρο Γιώργης τους απέρριψε γιατί ήταν φτωχοί. Πρωί πρωί, τους έδωσαν τρόφιμα και την ευκή τους και τους έστειλαν σ ένα καλύβι που δεν το ξερε κανένας. Πάνω στο βουνό.

Ο μαστρο Γιώργης σαν το ‘μαθε, περιττό να πούμε ότι λύσσαξε από το κακό του, πήρε το ομπροστογεμί και άρχισε να ψάχνει το ζευγάρι παντού, για να τους σκοτώσει. Ένοιωσε τόσο ταπεινωμένος. Τα μάτια του στάζαν αίμα από την ντροπή. Επειδή όμως δεν είχε δίκιο, όλο το χωριό συνωμότησε εναντίον του για να βοηθήσει το νεαρό ζευγάρι. Άρχισαν το λοιπό, να του παίζουν παιχνίδια και να τον στέλνουν να ψάχνει σε λάθος τοπιές. – Στο λιβάδι τους είδαμε χτες, του λεγεν ο ένας. -Στον κάμπο στα περιβόλια του λεγεν ο άλλος. – όχι, στον ποταμό σε μια βότα είναι κρυμμένοι του λεγεν ο τρίτος.

Βρήκαν ευκαιρία, ο παπάς, οι δύο ψαλτάδες, η μάνα της και οι γονείς του νέου και ένα πρωί πήγαν σ ένα μακρινό ξωκκλήσι για να τους στεφανώσουν. Έτσι, να κατεβούν ήσυχοι και παντρεμένοι στο χωριό, οπότε θα το παιρνε απόφαση πια κι ο κύρης της. Εκείνος έτρεχε ολημερίς όπου του λέγανε οι συχωριανοί μια δεξιά μια αριστερά, όμως κανένας δεν τον ήστελνε στο βουνό. Πονηρεύτηκε ο μαστρο Γιώργης και ένα πρωί που έλειπε και η γυναίκα του, πήρε το ντουφέκι του και τράβηξε για τ΄αψηλά αλώνια.

-Ο θεός αγαπά τον κλέφτη μα αγαπά και το νοικοκύρη, μονολογούσε ανεβαίνοντας. Πράγματι! Από «διαβολική» σύμπτωση, έφτασε στο σημείο εκείνο, ακριβώς την ώρα που γινόταν ο γάμος. Έξω από την εκκλησιά φύλαγε η καντηλανάφτρα, η Δημήτραινα, που όταν είδε το μαστρο Γιώργη με το ντουφέκι στο χέρι έχασε εντελώς τη μιλιά της. Ο γέρος, παραξενεύτηκε από τους ψαλμούς στο έρημο ξωκκλήσι, κοντοστάθηκε και ρώτησε τι συμβαίνει. -Τι πανηγύρι έχει σήμερα κυρά Δημήτραινα; Τη ρώτησε κραδαίνοντας το όπλο προς το εκκλησάκι. Εκείνη, επειδή ήταν γυναίκα της εκκλησίας δεν ήθελε να πει ψέματα αλλά συνάμα και να μην μαρτυρήσει το ζευγαράκι. Αφού ξαναβρήκε γρήγορα το θάρρος της, τον πήρε στον ίσκιο του μεγάλου πεύκου να μη βλέπει και του απάντησε με πολύ φυσικότητα. -Τίποτα, τίποτα μαστρο Γιώργη. Τρεις λαλούν (ο παπάς και οι ψάλτες) και δυο χορεύουν (το ζευγάρι το χορό του Ησαΐα) κι άλλοι τρεις τους αγναντεύουν (η μάνα της και οι γονείς του). Σωστή ηθοποιός η δικιά σου. Ήταν δε τόσο φυσική που ο θυμωμένος πατέρας την πίστεψε. Έσφιξε το δίκαννο στο δεξί χέρι και απομακρύνθηκε με βιάση κουνώντας το αριστερό του στον αέρα. -Άκου τρεις λαλούν και δυο χορεύουν…. Φώναζε φεύγοντας.

Ο Νικολός βρήκε αμέσως δουλειά στην πόλη και ζούσαν εκεί ευτυχισμένοι μέχρι που η κοιλιά της Μαρουκώς άρχισε να φουσκώνει. Ο πατέρας της μετά από αρκετούς μήνες αναζήτηση, το πήρε απόφαση. Σε λίγο καιρό, με την πίεση της γυναίκας του, τους δέχτηκε στο σπιτικό του μαζί με το μωρό τους που ήταν αγοράκι και θα το έβγαζαν Γιώργη. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Σημείωση:Ψάχνοντας να βρω από που βγαίνει η φράση “Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν” απέτυχα. Δεν βρήκα τίποτα κι έτσι κατέληξα  να γράψω την παρακάτω δική μου ρομαντική μυθοπλασία.

Σχέδια: Μπάμπης Κοιλιάρης.

 Μπάμπης Κοιλιάρης.

Ζωγράφος, Μαθήματα Σχεδίου Ζωγραφικής, Αγιογραφία & Συντήρηση εικόνων, Θεατρικός Συγγραφέας, Μουσικός.

 

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.