Η διαστρέβλωση του ανθρώπινου και του γλωσσικού νόστου

 

 

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

 

Αιτία για να επανέλθω στην ανάλυση τής λ. “νοσταλγία” έγινε το άρθρο τοῦ

κ. Πάσχου Μανδραβέλη  της 29 -11- 2020, που μου εστάλη από τον ΟΔΕΓ (Οργανισμός για τη Διάδοση της Ελληνικής Γλώσσας) το οποίο αναφέρει επί λέξει:

“Υπέροχη λέξη η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ: είναι σύνθετη, από τις ομηρικές “νόστος” που σημαίνει επιστροφή, “ἄλγος” που σημαίνει “πόνος”. Και μπορεί αυτές οι δύο λέξεις να είναι ελληνικές, η “νοσταλγία” όμως είναι ξένη. Φτιάχτηκε το 1688 από τον Αλσατό φοιτητή τής ιατρικής Γιοχάνες Χόφερ, ο οποίος ήθελε να εξηγήσει αυτό που μέχρι τότε ονομαζόταν “ελβετική ασθένεια”. Και αυτή ήταν η μελαγχολία των Ελβετών μισθοφόρων που υπηρετούσαν τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΔ’, όταν έλειπαν χρόνια από την πατρίδα τους. Κατόπιν η νοσταλγία επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες και ήλθε ως αντιδάνειο στην Ελληνική”.

Παρά τα ωραία που μας λέει ο αγαπητός κύριος δημοσιογράφος;, θα έπρεπε να γνωρίζει πότε χαρακτηρίζεται μία λέξη ως αντιδάνειο γιατί πιθανόν να μην γνωρίζει, πως για να χαρακτηριστεί μια λέξη ως “αντιδάνειο”, πρέπει να μας την πάρει κάποια άλλη γλώσσα, και εμείς εφόσον την έχουμε χαμένη να την πάρουμε πίσω αλλά με ξένη μορφή. Η λέξη όμως αυτή υπάρχει με την ίδια μορφή από τον 8ο αι. πΧ, και δεν περιμέναμε τον κ. Χόφερ να την φτιάξει το 1688 (!).

Καλύτερη απόδειξη γι αυτό δεν θα μπορούσε να βρει κανείς από το νόστιμον ἧμαρ του Ομήρου, προκειμένου να  δώσει μια άλλη διάσταση (και όχι την ελβετική ασθένεια). Αυτή σχετίζεται με το της πατρίδος ηδύ, το οποίον ο Όμηρος χαρακτηρίζει “ὡς οὐδέν γλύκιον τῆς πατρίδος οὐδέ τοκήων” (δηλ. γονέων) Οδ. ι 34

Το ΕΜ ξεκαθαρίζει πως ο νόστος αυτός γίνεται: παρά το νέω το πορεύομαι, ο μέλλων, νέσω, νεστός, και νόστος. Ερμηνεύει δε την ημέρα της επιστροφής ως το πονοστήσειν & ἐπανελθεῖν. Ο Ησύχιος ερμηνεύει ως νόστιμον ήμαρ, την σωτήριον ημέρα. Είναι λοιπόν προφανές ότι, το ρήμα εδώ είναι νοστέω που σημαίνει επανέρχομαι, επιστρέφω στην πατρίδα‧ «οἴκαδε ἐκ Τροίης» βλ. Οδ. Α 83, Ιλ. Δ103, Σ60. Ως εκ τούτου η λ. νόστος αναφέρεται ως επιστροφή – επάνοδος στην πατρίδα. Εκτός όμως από το νοστέω έχουμε και το σχετ. ρ. νέω που σημαίνει πλέω, κολυμπώ. Το «νέω» στη μέση φωνή είναι «νέομαι» το οποίο ερμηνεύεται ως επιστρέφω στην πατρίδα μέσω της θάλασσας, άρα παλιννοστώ (πάλιν-νοστώ απ’ όπου και η παλιννόστηση). Σχετική και η λ. νοσταλγία (ο πόνος-άλγος του νόστου) που μας ταλαιπωρεί το μυαλό όταν σκεφτόμαστε όμορφες και χαρούμενες στιγμές.  Είναι φανερό ότι εδώ αναφερόμαστε στην αίσθηση ψυχικού και πνευματικού πόνου που εκφράζεται με τη λέξη νοσταλγία.  

Τώρα, πώς η ημέρα αυτή έγινε «νόστιμη» και «γλυκιά», μπορεί κανείς να ρωτήσει τους… μαγείρους, όχι όμως τους γλωσσολόγους. Αν και είναι γνωστό ακόμα, πως και «το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό» εν τούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι στην κυριολεξία είναι πικρό στη γεύση και άρα δεν τρώγεται, ως άγευστο και κατά συνέπεια άνοστο. Στην περίπτωση αυτή έχουμε «γλωσσική ανοστιά» η οποία όμως θα μας βοηθήσει να πλεύσουμε στην ουσία της γλώσσας μας, που είναι ο εννοιολογικός της χαρακτήρας, εμβαθύνοντας σε λέξεις φαινομενικά όμοιες. Ουσιαστικά λοιπόν η ημέρα της επανόδου στην πατρίδα είναι το «νόστιμον ἧμαρ» του Ομήρου.

Να συμπληρώσουμε ακόμα, πως η λέξη “νοσταλγία” έχει μεταφερθεί αυτούσια στα: αγγλικά ως nostalgia, γαλλικά nostalgie, ιταλικά nostalgia, ισπανικά nostalgia, γερμανικά nostalgie.

Σχετικά ο Ησύχιος χαρακτηρίζει ως νόστιμον ήμαρ την σωτήριον ημέρα της επιστροφής, της επανόδου, παράλληλα και την ανάδοσιν της γεύσεως.

Ωστόσο το ρήμα που δηλώνει την ημέρα της επιστροφής στην πατρίδα, είναι το Ομηρ. Νοστεύω ή νοστέω, μελ. νοστήσω, αορ. ενόστησα & νόστησα που σημαίνει επανέρχομαι στην πατρίδα, πχ.”οἴκαδε ἐκ Τροίης”.

Αν αναφερθούμε στη νοστιμιά  που αποδίδεται ως ανάδοσις της γεύσεως, θα δούμε ότι αυτή έχει ως αντίθετη της τη λ. άνοστος και ανοστιά δηλ. κάτι που δεν έχει ευχάριστη γεύση, το ανούσιο (α[στερ.] + ουσία [-ν χάριν ευφωνίας]). Αντιλαμβάνεται όμως κανείς, πως, ότι δεν έχει ουσία, είναι άνοστο και δεν τρώγεται με…τίποτα. σχετική και η παροιμιακή έκφραση για κάποιον που…δεν τρώγεται (δηλ. δεν υποφέρεται) με τίποτα.

Όμως κυρίαρχο στοιχείο στην απόδοση του αισθήματος του νόστου, είναι φανερό πως κατέχει η λ. νοσταλγία η οποία έχει άμεση σχέση με το άλγος του νόστου και όχι με τη νοστιμάδα που θα μας οδηγήσει να πούμε πως οι ημέρες που μένουμε στην ξενιτιά είναι…άνοστες και ως εκ τούτου…άγευστες!

Επιπροσθέτως η λογική μάς  λέει πως, και στην ξενιτιά μπορούμε να φάμε εύγευστα και επομένως νόστιμα φαγητά, πράγμα που δεν συμβαίνει μόνο στην πατρίδα.

Τέλος η τοπική λέξη «ανάλατος» σημαίνει άγευστος, ανούσιος∙ (α στερ. + άλς / ανάλιστος-ον) δηλ. ότι δεν περιέχει αλάτι.) μτφ. ο άνθρωπος ο κρύος, ο άχαρος, που τα λόγια του δεν έχουν ουσία, γιατί του λείπει το…αλάτι, η έλλειψη του οποίου οδηγεί στην…ανοστιά και στο ανούσιο των λόγων.

Κnafpl@hotmail.com

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.