¨Ελεύθερη σε χαιρετώ, κι απ’ την καρδιά μου τραγουδώ,
είσαι Ελευθέρα τώρα, μυριανθισμένη Χώρα.
Και από τον άγιο σου Μηνά, το σήμαντρο κτυπά ξανά,
τη Λευτεριά σου τώρα, μυριανθισμένη Χώρα, είσαι Ελευθέρα τώρα¨.
Διαβάζοντας ελεύθεροι αυτό το υπέροχο τραγούδι που μιλάει για την όμορφη ελεύθερη μυροβόλο Χίο μας, η σκέψη μας ταξιδεύει στην αιματο-βαμμένη αλλά και τόσο ένδοξη ιστορία του τόπου μας.
Τον Μάρτιο του 1822 κηρύσσεται η επανάσταση στη Χίο. Ο Λυκούργος Λογοθέτης με τον Αντώνιο Μπουρνιά αποβιβάζονται στη Χίο και πολιορκούν το φρούριο της κεντρικής Χίου. Στις 30 Μαρτίου φθάνει ο οθωμανικός στόλος ο οποίος έλυσε την πολιορκία τοτε άρχισε τη σφαγή του ορθόδοξου πληθυσμού.
Ο Οθωμανικός στρατός προχώρησε σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Όλη η Χίος πνίγηκε στο αίμα. Χιλιάδες άμαχοι σφαγιάσθηκαν στο μοναστήρι του Αγίου Μηνά, στη Νέα Μονή, στον Ανάβατο, στο Μελανειός. Από τους 120.000 χριστιανούς κατοίκους νησιού ελάχιστοι γλίτωσαν, αφού ο απολογισμός της βαρβαρότητας ήταν: 42.000 σφραγισθέντες, 21.000 διέφυγαν προς τις επαναστατημένες περιοχές της Ελλάδας και τη Δυτική Ευρώπη, 52.000 αιχμάλωτοι, στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, και μόλις 1.800-2.000 όσοι απέμειναν στο νησί.
Η Νέμεση όμως θα έλθει σύντομα, με την ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας του Καρά-Αλή από τον Κωνσταντίνο Κανάρη (6 – 7 Ιουνίου 1822). Οι 2.000 άνδρες που βρίσκονταν πάνω στη ναυαρχίδα χάθηκαν σχεδόν όλοι. οι Τούρκοι της Χίου, όταν έμαθαν το περιστατικό, αποτελείωσαν τον αφανισμό του νησιού με την καταστροφή των Μαστιχοχωρίων.
Τα αιματηρά γεγονότα της Χίου είχαν μεγάλη επίδραση στην κοινή γνώμη της Ευρώπης.Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε και οι τάξεις των φιλελλήνων πύκνωσαν. Αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τις φρικιαστικές σκηνές στις εφημερίδες, ζωγράφοι τις απεικόνισαν και ποιητές έγραψαν τη θλιβερά καταστροφή. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο πίνακας του Ευγένιου Ντελακρουά και το ποίημα του Βίκτωρ Ουγκώ το Ελληνόπουλο.
Το ελληνόπουλο
Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.
Η Χίο, τα’ όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.
Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ’ την αφάνταστη φθορά.
Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν’ αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;
Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξης ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;
Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ’ το δεντρί
που μεσ’ στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κ’ έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, Δεν σώνει
μεσ’ απ’ τον ίσκιο του να βγει;
Μη το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύκτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ’ όλα τα αγαθά
τούτα; Πες. Τα` άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
-Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:
Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να.
Τιμάμε όλους τους γνωστούς και άγνωστους αγωνιστές της Ελευθερίας. Σκύβουμε ευλαβικά το κεφάλι στους χιλιάδες Χιώτες και Χιώτισσες που σφαγιάστηκαν ή πωλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα. Τους δίνουμε την υπόσχεση ότι δε θα ξεχαστούν αλλά θα υμνούνται και θα τιμώνται.
Χρόνια πολλά Χιώτες κ’ Χιώτισσες.
Χρόνια πολλά Ελλάδα.
Ο Προέδρος
της ΕΝΩΣΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ ΧΙΟΥ
Κουτσουράδης Νικόλαος
ΕΠΟΠ Επχίας (ΠΖ)