Του Αλέξανδρου Οικονόμου
Ω χαραυγή της νιότης μου
των παιδικών μου χρόνων
τότε που όλα έμοιαζαν
να είν ΄ αληθινά
ας ήτανε να ΄ρχόσουνα
και πάλι να φωτίσεις
τη σκοτεινή μιζέρια μου
να φύγω απ ΄ τα δεινά.
Να άρχιζα απ ΄ την αρχή
με πείρα και με γνώση
βουνοκορφές ν ΄ ανέβαινα
ψηλά ιδανικά,
σ ΄ ονειρεμένες θάλασσες
και στις κορφές της δόξης
κοντά εις την πατρίδα μου
σε μέρη θεϊκά.
Να έβγαινα στο πέλαγος
με όρτσα τα πανιά μου
στη λαγουδέρα ξέστηθο
κορίτσι θεϊκό,
ν ΄ αρμένιζα στις θάλασσες
και στον ορίζοντά μου,
να έβρισκα τις μούσες μου
ασκέρι μυθικό.
Μα η άθλια η μοίρα μου
μ ΄ έχει καταδικάσει
χωρίς Αγάπη και στοργή
στης μοίρας τα δεσμά,
να σέρνομαι στην άβυσσο
εκεί που με ορίσαν
και να μη βρίσκω διαφυγή
να ζήσω ειρηνικά.