ΤΟ ΓΕΡΙΚΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

Του Λευτέρη Πυκνή

Τα καντήλια τρεμόσβηναν πάλι πάνω στους τάφους.

Άσματα και προσευχές ψιθυριστές ακούονταν και κάποια μισάνοικτη πόρτα του ξωκλησιού πηγαινοέρχονταν πέρα δόθε ακούγοντας στο πρόσταγμα τ’ ανέμου.

Όλες οι ψυχές γιορτάζουνε σαν κι άλλος λάκκος σκάφτεται σιμά κι αυτά πεινασμένα σκουλήκια ετοιμάζονται να χορτάσουν με μια σάρκα, μπορεί εύρωστη, νεανική.

Στο κοιμητήρι σήμερα σκεπάσανε τα χώματα μια άγουρη ψυχή και οι νεκροί γιορτάσανε τον ερχομό της, κι οι ζωντανοί κλάψανε το χαμό της.

Τα δακρύβρεχτα χώματα σκεπάσανε το νέο σώμα, που γλύστρησε απ’ την ζωή, που θέλησε ν’ αλλάξει τόσο, πριν ακόμα ριμάσει και χαρή.

Η μάνα στεκόταν πλάι στο κυπαρίσσι , κρύα, παγωμένη, χωρίς πνοή.

Μονάχα ένα βογγητό ξέσχισε τα στήθη που βυζάξανε το νεαρό κορμί, που σκέπασαν τα φρέσκα χώματα, τα πέταλα των λουλουδιών που δρόσισαν τ’ ανθόνερο, οι μυρωδιές και το λιβάνι.

Μάτια κερωμένα, πρόσωπα πελιδνά, χαϊδεύανε πριν λίγο το σώμα τ’ αδελφού, που άψυχο καθότανε, αμίλητο, ωχρό, αγέλαστο, αποχαιρέταγε τ’ αδέλφια και τους φίλους και χανότανε μες τη σιωπή.

Εκεί πέρα έξω απ’ το χωριό μαζεμένες οι ψυχές ψέλνανε ύμνους. Φωνές νεανικές, φωνές αγγελικές, παιδιών μικρών, φωνές που τρεμοσβύνανε απ’ τα βαθειά τους γερατιά.

Στο στερέωμα εκεί πάνω στον ουρανό, ένα αστέρι λαμπυρίζει πιο φωτεινά, ώσπου με το πέρασμα του χρόνου θαμπώση κι αυτό και σβύση και χαθή, σαν όλα τα’ άλλα που φεύγουν μέσα στο άπειρο.

Μονάχα το γέρικο το κυπαρίσσι το ψηλό, που μεγάλωσε και θάφτηκε μες το φτωχό το κοιμητήρι του χωριού, εκείνο μονάχα βλέπει μες την ψηλή του την κορφή τ’ άστρα που φεύγουν κι έρχονται κι αυτά που σβήνουν στα μάτια των ζωντανών.

Τα φώτα του χωριού σβήσανε όλα. Που και που κανένα λυχνάρι στον δρόμο έκανε πως έφεγγε. Τα καντήλια τρεμοσβήνανε όλα μπροστά στα εικονίσματα που ήταν κι αυτά δακρυσμένα.

Όλα τα μάτια κλείσανε και δόθηκαν στου ύπνου τις οπτασίες.

Όλα πέρασαν. Την άλλη μέρα ο καθένας θα πήγαινε στη δουλειά του. Η ζωή θα  ξανάνοιγε τα σπιτικά στις ηλιαχτίδες του ήλιου τις ζεστές. Κα κει ψηλά στο κοιμητήρι το γέρικο κυπαρίσσι μονάχα θα λυγούσε την κορμοστασιά του και θάριχνε την σκιά του στις παρθένες ψυχές, που συντρόφευε μές το δροσάτο αεράκι, σιωπηλός οιωνός της αιωνιότητος.

Γοργοπτερούγησαν τα χρόνια και πλάι στο παληό το κυπαρίσσι φύτρωσε νέο κι όμορφο στολίδι, σαν το απλοϊκό το κυπαρίσσι, το γέρικο, το σιωπηλό, που η κορυφή του χανότανε μέσα στο αχανές του ουρανού, για ν’ αγναντέψη τ’ άστρα που φεύγουν κι έρχονται.

Συγγραφέας: Λευτέρης Πυκνής

……………………….

‘Το Κυπαρίσσι’ λοιπόν, διήγημα του γνωστού Χιώτη αρθρογράφου Λευτέρη Πυκνή έχει την τιμή να φιλοξενεί σήμερα η στήλη της diafaneia.eu: Το Διήγημα του Σαββάτου και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.

Ο Λευτέρης Πυκνής συνέγραψε αυτό το διήγημα σε ηλικία μόλις των 20 ετών καταγράφοντας προσωπική του τραυματική βιωματική εμπειρία. Παρατηρούμε εξαρχής την λογοτεχνική κλίση του γράφοντος που όμως επέλεξε αργότερα άλλα είδη του λόγου για την ενασχόληση του με τα γράμματα, την αρθρογραφία και την έρευνα.

Προσωπικά τοποθετώ «Το Κυπαρίσσι» στην κατηγορία ‘Αφήγημα’ κι όχι ‘διήγημα’, αλλά όπως και να το χαρακτηρίσουμε δεν παύει να αποτελεί ένα αξιόλογο κείμενο με γραφή στη γλώσσα της εποχής του ’60, με λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται σήμερα και ύφος και χροιά που σε εμπνέουν και σε μεταφέρουν στο κοιμητήρι, στο κυπαρίσσι, στον τόπο διεξαγωγής του δράματος.

Πιο δράμα; Το … ταξίδι μιας ψυχής(του συγγραφέα) στην άλλη πλευρά του σύμπαντος και… η επιστροφή της και πάλι στη γη.

Υψηλών προδιαγραφών αφήγημα όπου ο νεαρός τότε συγγραφέας του κατάφερε να συμπυκνώσει ‘ζωή και θάνατο’, ένα θανάσιμο βίωμα σε μια κατάσταση που πήρε ιδεατή διάσταση.

Γραμμένο με ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό υπόβαθρο παρέμεινε ‘Το Κυπαρίσσι’ το ένα και μοναδικό δημοσιευμένο διήγημα του . ‘Το Κυπαρίσσι’ δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Χιακός Λαός 15/6/1967. Το 2016 ο Λευτέρης Πυκνής επέλεξε να το συμπεριλάβει στο βιβλίο του: Όσα πάνε κι’ όσα έρθουν στο μυαλό και την ζωή./εκδόσεις Άλφα πι ,Ροδοκανάκη 7, Χίος. Από αυτό το βιβλίο το αντλήσαμε κι ‘εμείς.

Το αφήγημα συνοδεύει ο πίνακας του Βίσνετ Βαν Γκόγκ ‘Σταροχώραφα με κυπαρίσσια. Κι αυτό όχι τυχαία. Ο διάσημος ζωγράφος είχε φιλοτεχνήσει τον πίνακα το 1889 (έχει γενέθλια) κι εφέτος συμπληρώνονται 130 χρόνια από την φιλοτέχνιση αυτού του αριστουργήματος  του.. Μια καλή αφορμή η παρουσίαση του μαζί με το  αφήγημα του εκλεχτού Χιώτη Λευτέρη Πυκνή συνεργάτη της diafaneia.eu.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

 

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.