Του Αγίου Πνεύματος, που είναι επίσημη σχολική αργία, είχαμε το πανηγύρι της Αγίας Τριάδος στη γειτονιά μας. Το μικρό εκκλησάκι ήταν λίγο πιο πάνω από το πατρικό μου. Το λειτουργούσαν εκείνη την ημέρα κι έκαμναν το πανηγύρι τους το σωματείο των μυλωνάδων της Χίου – γιατί τότε υπήρχαν μύλοι και μυλωνάδες ακόμη.
Μάλιστα οι μύλοι που ήταν κοντά στα Ταμπάκικα, πάνω στην ακρογιαλιά, τα περίφημα «Μυλαράκια» κι έχουν αναστηλωθεί – κουτσά-στραβά – τα τελευταία χρόνια κι έχουν γίνει ένα από τα πιο πολυφωτογραφημένα σημεία του νησιού, εκείνα τα χρόνια ήταν ακόμη ενεργά κι άλεθαν τον «πέτικα», δηλαδή τη φλούδα του πεύκου, που την πούντρα του χρησιμοποιούσαν στα βυρσοδεψία για την επεξεργασία των δερμάτων. Ο κυρ Γιάννης ο Λάμπρος, μπαμπάς της αγαπημένης μου φίλης και συμμαθήτριας της Τέτας, ήταν ένας από τους τελευταίους μυλωνάδες, ίσως κι ο τελευταίος.
Αφ’ εσπέρας γινόταν ο μεγάλος Εσπερινός, ανήμερα δε η μεγάλη πανηγυρική λειτουργία, την οποία παρακολουθούσαν πλήθη κόσμου που έφταναν απ’ όλη τη Χίο. Μέχρι το βράδυ της εορτής η κίνηση στη γειτονιά ήταν ασταμάτητη κι εμείς είχαμε την πρώτη θέση και το μπαλκόνι μας ήταν το καλλίτερο θεωρείο. Μαζί μας κι οι γνωστοί κι οι συγγενείς, οι οποίοι προσκυνούσαν πρώτα στη χάρη Της κι ύστερα ανέβαιναν κι από πάνω να μας δουν, να κεραστούνε το καθιερωμένο αμυγδαλωτό, να πιουν ένα ποτήρι δροσερή σουμάδα για το καλό και να περάσουν κι αυτοί την ώρα τους χαζεύοντας τα πήγαιν’ έλα του κόσμου.
Μέχρι τώρα γίνεται το πανηγύρι στην Αγία Τριάδα, μα δεν έχει πια το ίδιο γούστο, αφού στο δρόμο είναι επικίνδυνο, αν όχι αδύνατον, να περπατήσεις, μια και τον έχουν στην κατοχή τους τα τροχοφόρα και ποιος να κάτσει πια στο μπαλκόνι με τόσο θόρυβο, τόση σκόνη και καυσαέριο;
Τους εφτάζυμους άρτους για την εορταστική αρτοκλασία είχε τάμα και τους πήγαινε κάθε χρόνο η μαμά μου στην εκκλησία. Τους έκανε παραγγελία στο φούρνο του Γιάννη του Σοφιανού από την προηγούμενη και πρωί-πρωί ανήμερα, πηγαίναμε στην εκκλησία μέσα στο πανέρι πέντε τεράστιους φουσκωτούς, μοσχομυριστούς άρτους με τη σφραγίδα της ορθοδοξίας στη μέση, ακουμπισμένους στην κάτασπρη πετσέτα μαζί με τ’ άλλα απαραίτητα για τη λειτουργία, κεριά, κρασί, πρόσφορο και λιβάνι. Έγραφε και σ’ ένα χαρτί τα «Υπέρ υγείας», ονόματα που θα διάβαζε ο παπάς και του ‘βαζε κι εκείνου το κατιτίς του στο ίδιο φακελάκι.
«Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν», έψαλλαν οι παπάδες γύρω από το τραπέζι της αρτοκλασίας που το είχαν βγάλει στη μέση της λιλαδωτής αυλής κι έψαλλε μαζί κι όλο το εκκλησίασμα με κατάνυξη, «Οι δε εκζητούντες τον Κύριον ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Φορούσα κι εγώ το ταφταδένιο μου φουστάνι, τον τεράστιο κολλαριστό φιόγκο μου, τα κρεμ γοβάκια και τα κάτασπρα σοσονάκια, τον βαφτιστικό μου σταυρό αστραφτερό στο λαιμό και πήγαινα με άσπιλο μαντηλάκι στο χέρι και στεκόμουνα δίπλα στη γιαγιά μου την Ερηνιώ, η οποία έμπαινε πάντα από τις πρώτες γυναίκες στην εκκλησιά κι έπιανε το αερικό στασίδι μπρος στο βορινό παραθυράκι, γιατ’ είχε «καρδιά» και φοβόταν, η καημένη, τη ζέστη.
Ομολογώ πως ποτέ δεν έμεινα ώρα πολύ μες στην εκκλησία. Τα τρεχαλητά κι οι φωνές των άλλων παιδιών που έπαιζαν έξω, ευτυχισμένα από την αργία κι ερεθισμένα απ’ την απλάδα της αυλής, με τραβούσαν ακατανίκητα.
Μπορεί, βέβαια, τα κρεμ παπουτσάκια στο τέλος της γιορτής να ήταν γεμάτα γρασίδια και μουτζούρες, τ’ άσπιλα καλτσάκια να ‘ταν για να τα κλαις κι ο φιόγκος πεσμένος σαν μαραμένο φύλλο πάνω στ’ αυτί μου, μα… ποιος τις μετρούσε αυτές τις λεπτομέρειες σαν είχε να σκαρφαλώσει σε πεζούλια, να παίξει πόλεμο πετροβολώντας τον εχθρό με τις πεσμένες από τα κυπαρίσσια καρκαμήλες, να παραβγεί στο ποιος θα μιμηθεί τον κόκορα και ποιος θα κυνηγήσει τις κοτούλες του παπά που είχε το σπιτικό του στο διπλανό απ’ την εκκλησιά κελί, ή στο ποιος θα χάψει με τη μια εκείνο το λουκούμι που μύριζε τριαντάφυλλο κι οι στρατοπεδευμένοι στο δρόμο μικροπωλητές διαλαλώντας «Λουκούμι και κρύο νερόοο… Λουκούμι και κρύο νεροοό…», μας πουλούσαν.
Ύστερα κι όταν κουρασμένη από τ’ ανδραγαθήματα γύριζα κοντά στη μαμά μου, άρχιζα την γκρίνια για να μου πάρει διάφορα πράγματα από τους πάγκους του παζαριού που ήταν στημένοι στο δρόμο κι είχαν απάνω τους, επιτήδεια εκτεθειμένα και προκλητικά προβεβλημένα, τα «ελέη του Θεού»!
Ήθελα μυλαράκι με πολύχρωμα φτερά, να τα φυσά το βοριαδάκι και να γυρίζουν σαν τρελά γύρω-γύρω φρου-φρου-φρου και ν’ ανακατεύονται τα χρώματά τους υπνωτιστικά. Μα… ήθελα και μηλαράκι, από κείνα τα κόκκινα τα γλυκά που ήταν καρφωμένα σε καλαμάκι κι έμοιαζαν γυάλινα καθώς ήταν βουτηγμένα σε πηχτό κολλώδες σιρόπι! Απάνω στην τάβλα τα είχαν αραδιασμένα οι μικροπωλητές, σε σειρές διπλές, τριπλές και πολλαπλές κι έλαμπαν προκλητικά, μα όσο περνούσε η ώρα λιγόστευαν δραστικά, ενώ τα χεράκια και τα δοντάκια μας, που φιλότιμα τα κατελούσαν, ήταν πασαλειμμένα κοκκινάδια ζαχαρωμένα, όσο κι αν τα σκουπίζαμε με τα κάτασπρα μας μαντηλάκια.
Γύρευα όμως και παστέλι, που το ‘χαν οι παστελάδες κομμένο σε μικρά παραλληλόγραμμα κι έλεγε ο παππούς μου «Βάλε ένα δεκάρικο» κι εκείνοι μου τύλιγαν δυο-τρία κομμάτια στη λαδόκολλα. Ζητούσα και κούκλα και καθρεφτάκι και δαχτυλίδι με κόκκινη πέτρα και βραχιολάκια χρυσά κι όλα τα ‘θελα και με το δίκιο μου, βρε αδερφέ.
Στο τέλος, βγάζαμε και φωτογραφίες αναμνηστικές στον πλανόδιο φωτογράφο. Τώρα που τις βλέπω, θαρρείς πως χθες ήταν που τα χαιρόμουν όλ’ αυτά! Λες και ήταν χθες…
(Από το βιβλίο μου: Λες και ήταν χθες/ εκδόσεις λεξίτυπον.).
Φωτογραφία: Εγώ με την μητέρα μου και τα αδέλφια μου στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας.
Αγγελική Συρρή- Στεφανίδου.
Συγγραφέας-ποιήτρια.