“Ανήμερα τα Χριστούγεννα…” γράφει η  λογοτέχνης Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου

ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ

 

(Απόσπασμα από το «Λες και ήταν χθες» εκδόσεις Λεξίτυπον 2014)

……………………………………………………………….

    Μια φορά τον χρόνο, τη μέρα τον Χριστουγέννων, ούτε το βαπόρι λογάριαζε ο μπαμπάς μας, ούτε το καλό μεροκάματο κι ούτε άρρωστος ήταν αλλά δεν πήγαινε στη δουλειά κι έτσι ξυπνούσε μαζί μας πρωί-πρωί και πηγαίναμε στη λειτουργία οικογενειακώς για να μεταλάβουμε.

Τότε ήταν η πραγματική σκόλη.  Έβαζε η μαμά μου το σιφόν φόρεμα, το κολιέ με τις πέρλες – φούσκες τις λέγανε τότε – κι από πάνω το καλό παλτό το αστρακάν.  Μας έντυνε κι εμάς με τα καινούρια μας, έβαζε κι ο μπαμπάς το σκούρο κουστούμι με το άσπρο πουκάμισο, τη ριγέ γραβάτα την γκριζογάλανη που ταίριαζε με τα μάτια του, την καλή του καμπαρντίνα και τα κρεπ του τα παπούτσια κι έτσι στολισμένοι, καμαρώνοντας ο ένας τον άλλον, περνούσαμε το δρόμο καλημερίζοντας μ΄ ευχές και παινέματα τους γείτονες κι όσους συναντούσαμε, για να κάνουμε είσοδο θριαμβευτική στην γιορτινά καταστολισμένη εκκλησιά μας.

Εκεί συναντούσαμε τον παππού, την γιαγιά, τις θείες και τους θείους κι όλοι μαζί στεκόμασταν μπροστά στο ιερό, καθώς ο παπάς διάβαζε την ευχή, περιμένοντας την εξ ύψους άφεση για όλους τους αμαρτωλούς.  Μετά άρχιζαν οι μεγάλοι να λένε ο ένας του άλλου, «Συχώρεσέ με κι ο Θεός συχωρέσει σου» και τα παιδιά κάναμε μετάνοια, σκύβοντας και φιλώντας το χέρι τους.

Έτσι, με την πεποίθηση πως οι δεήσεις και οι συχώριες μας απάλλασσαν από κάθε αμάρτημα, μεταλαμβάναμε με κατάνυξη, την ώρα που οι πρώτες ακτίνες του ήλιου περνούσαν μέσα απ’ τα χρωματιστά τζάμια του ιερού κι ένα φως διαθλασμένο και πυκνό σαν άλω φανέρωνε ξαφνικά από ψηλά την Πλατυτέρα να μας χαμογελά με κατανόηση και μεγαλοθυμία.

Βγαίνοντας από την εκκλησία μασουλώντας όλοι ένα κομμάτι αντίδωρου, άρχιζαν οι γονείς μας τις χαιρετούρες και τα χρόνια πολλά με γνωστούς και γείτονες, δίνοντάς μας την ευκαιρία ν΄ αρχίσουμε κι εμείς τα παιχνίδια και τα τρεχαλητά για να… ξεμουδιάσουμε.  Κι όταν καταφέρναμε να γδάρουμε τα λουστρίνια μας ή να ματώσουμε κανένα γόνατο – πράγμα αναμενόμενο και σίγουρο – βγάζαμε το μαντηλάκι μας και φτύνοντας απάνω του μπόλικο σάλιο για να τα σκουπίσουμε – κοιτάζοντας ένοχα δεξιά κι αριστερά για να μην μας πάρουν χαμπάρι – κάναμε κιόλας την πρώτη αμαρτία μας, αφού μετά την Θεία Κοινωνία, όλη την υπόλοιπη μέρα δεν πρέπει, κατά την παράδοση, ούτε να φτύνει κανείς, ούτε να φιλά ακόμη και τα εικονίσματα, γιατί απάνω στα χείλη και μέσα στο στόμα και το σάλιο του υπάρχει το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Ύστερα, γυρίζαμε στο σπίτι, πανέτοιμοι για γαστριμαργικές ατασθαλίες, μετά από  σαράντα μέρες αποχή.  Μόλις μπαίναμε, μας έβαζαν να πιούμε κόκκινο γλυκό κρασί, γιατί λένε πως αυτός που μεταλαμβάνει πρέπει να ξεπλύνει το στόμα του με κρασί πριν ν’ αρτυστεί.  Κι αμέσως άρχιζε ο μπαμπάς μου ο καλοφαγάς να ετοιμάζει και να ψήνει μεζεδάκια διάφορα, ενώ  η μαμά έστρωνε το τραπέζι το γιορτινό.

Γιατί οι άνθρωποι εκείνοι που είχαν πεινάσει κι είχαν στερηθεί στην Κατοχή, πρωταρχική διασκέδαση είχαν το φαγοπότι.  Αν και, κακά τα ψέματα κι εμείς οι  μετακατοχικοί δεν πάμε πίσω και σήμερα.  Η μόνη διαφορά του τώρα με το τότε, είναι πως τα κατά τους γιατρούς όρια της χοληστερίνης δεν ήταν τότε τόσο χαμηλά κι έτσι οι παλιοί είχαν τη χαρά και τους παστουρμάδες τους να τηγανίζουν και τα ζουζούκια τους να ‘χουν σ’ αρμαθιές κρεμασμένα από δίπλα και τα χοιρομέρια τους  να καβουρδίζουν και την πηχτή τους να φχαριστηθούν, χωρίς τύψεις.  Κι όσο οι μεζέδες και το ημίγλυκο καταναλώνονταν σαν το προσάναμμα στη φωτιά, ο γεμιστός ο κόκορας, χοντρός και γυαλιστερός σαν το προγούλι του άρχοντα του καλοταϊσμένου, τσιτσίριζε μέσα στη φυτίνη για να ροδοκοκκινίσει και να νοστιμέψει ακόμη πιο πολύ.

Τα πρώτα χρόνια, θυμάμαι πως τρώγαμε τα Χριστούγεννα γαλοπούλα.  Δυο μήνες πιο πριν αγόραζε ο μπαμπάς μου τον κούκλο ζωντανό.  Κούκλο την λέγαμε τότε την γαλοπούλα.  Κούρκο την λένε σ’ άλλα μέρη κι αλλού γάλο κι αλλού ινδιάνο, αφού η καταγωγή της είναι από τον Νέο Κόσμο, που τον ανακάλυψε ο Κολόμβος, του οποίου τα πληρώματα κατάφεραν – εκτός από τον εξανδραποδισμό των αυτοχθόνων Ινδιάνων της Αμερικής – με το έθιμο που μετάφεραν επιστρέφοντας και στη Γηραιά Ευρώπη να εξανδραποδίζονται κάθε χρόνο εκατομμύρια Ινδιάνοι-γαλοπούλες σ’ όλο τον κόσμο.

Την δικιά μας την σπιτώνανε στο κοτέτσι του παππού μου, να κάνει παρέα με τις κότες για να μην νιώθει μοναξιά κι εμείς βρίσκαμε καινούριο παιχνίδι κυνηγώντας την, φωνάζοντας, «Λιμπινάρι, λιμπινάρι σούρφανο και καλαμάρι».  Μη με ρωτήσετε τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, γιατί δεν το ξέρω.  Το μόνο που ξέρω είναι πως ο κούκλος, με το που τις άκουγε, συγχυζόταν τόσο πολύ, που ανατρίχιαζε σύγκορμος, σηκωνότανε τα φτερά του και τα πούπουλα όρθια κι άνοιγε η ουρά του σα βεντάλια!  Από το σύγχυσμα του ανέβαινε και το αίμα στο κεφάλι και γινόταν το κρεατένιο του λοφίο ολοκόκκινο κι έτρεμε το λιμπινάρι του – το λιρί του – σαν το φύλλο!  Ύστερα ορμούσε σ’ ένα οργισμένο τρεχαλητό γύρω-γύρω στην αυλή, που εμάς μας ενθουσίαζε τρελά, γι’ αυτό δεν τον αφήναμε σε ησυχία.

Μια φορά, όμως, καθώς το Ρηνάκι μας με  το ανήσυχο  πνεύμα το ανυπάκουο και το παράτολμο ξεκίνησε μοναχό του να πάει στης γιαγιάς – σαν την Κοκκινοσκουφίτσα ένα πράμα – συναπαντήθηκε με μια κακοαναθρεμμένη  γαλοπούλα, που τσιμπολογούσε μερμηγκάκια και σκουληκάκια στον αυλόγυρο της Αγίας Τριάδας.  Το κοριτσάκι που αγαπούσε κι αγαπά ό,τι περπατά, ότι πετά κι ό,τι κολυμπά σε τούτο τον πλανήτη, πλησίασε άφοβα το μεγάλο πουλί.  Μα εκείνο δεν ήθελε συναναστροφές με αγνώστους κι όρμησε απάνω στο παιδί ακάθεκτο, το ‘ριξε ανάσκελα κι άρχισε να το τσιμπά, με στόχο να του βγάλει τα μάτια.  Για καλή μας τύχη, εκεί κοντά έπαιζε το Νικολάκι του Σιμούδη, άκουσε τις απεγνωσμένες  κραυγές της μικρής, έτρεξε κι έδιωξε τη γαλοπούλα πριν να καταφέρει να αποτελειώσει το σκοπό της.

Ας είναι καλά, λοιπόν, η άμεση επέμβαση του γειτονόπουλου και το χοντρό παλτουδάκι που φορούσε το παιδί, που το γλίτωσαν από τον  βέβαιο τραυματισμό.  Μα ας ξαναγυρίσω στη δική μας την καλοαναθρεμμένη γαλοπούλα, την οποία κάθε μεσημέρι την τάιζε ο μπαμπάς με μια ειδική διαδικασία για να την παχύνει όσο το δυνατόν περισσότερο, ώστε να είναι τα Χριστούγεννα τετράπαχη κι όπως πρέπει, για να χορτάσει επαρκώς την οικογενειακή μας σύναξη.

Την έβαζε ανάμεσα στα πόδια του, της έπιανε το κεφάλι και της άνοιγε το στόμα κι άρχιζε να την μπουκώνει κάστανα και κουκιά.  Εκείνη, θέλοντας και μη, τα κατάπινε κι εντός ολίγου η σγάρα της ήταν τόσο γεμάτη και φουσκωμένη, που τα κάστανα και τα κουκιά τα μετρούσε κανείς ολοκάθαρα κι απ΄έξω!

Ένα μεσημέρι, όμως, όταν της έχωσε ο μπαμπάς ένα μεγάλο κάστανο στο στόμα,  ζορίστηκε η κακομοίρα  στο κατάπημα – μας έλαχε εκείνης της χρονιάς η γαλοπούλα στενολαίμα βλέπεις-  και του ‘μεινε στα χέρια!  «Πάει ο κούκλος, πάνε κι οι κόποι και τα έξοδα…», αγαναχτούσαν όλοι, γιατί το πουλί πετάχτηκε, μια και ψόφιο πράμα δεν κάνει να μπει στο τσουκάλι.  Έτσι, από κείνη τη χρονιά η συνήθεια άλλαξε κι αντί για γαλοπούλα τρώγαμε πετεινό, που η ανατροφή του ήταν εύκολη κι η καταγωγή του γνωστή κι από τα μέρη μας.  Παπούτσι από τον τόπο σου, που λένε.  Να τρως και να γλύφεις και τα κοκκαλάκια από τη νοστιμιά.

Άσε που αργότερα, σαν έμαθα το γνωστό τραγουδάκι για τον Μπάρμπα-Απρίλιο,  ο οποίος «Είχε ένα γάλο πολύ μεγάλο και τον τάιζε μέλι και ταχίνι για να τον παχύνει κι άλλοτε τον τάιζε ψάρια και χόρτα και δεν μπορούσε πια να ‘βγει απ’ την πόρτα, ώσπου μια μέρα, δίχως ήλιο, ο γάλος έφαγε τον Μπάρμπα- Απρίλιο», είπα και δόξα τω Θεώ που έκοψε ο μπαμπάς μου τη συνήθεια με  τις γαλοπούλες και τα ταΐσματά τους και τον γλυτώσαμε από του Χάρου τα δόντια!

Αγγελική Συρρή- Στεφανίδου.

……………………………………………………………

Ευχαριστώ θερμά την κυρία Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου για την ακόμη μία φορά ευγενική συμμετοχή της στην δημοφιλή στήλη ‘Το διήγημα του Σαββάτου’ με το απόσπασμα από το best-seller λαογραφικό- αυτοβιογραφικό της βιβλίο «Λες και ήταν χθες» /εκδόσεις Λεξίτυπον 2014.

Σύντομα η διακεκριμένη Χιώτισα συγγραφέας και ποιήτρια θα είναι κοντά μας με μία συνέντευξη όπου και θα αναφερθεί εκτενώς στην κυκλοφορία του νέου της βιβλίου ‘Ομολογίες Αθώων Ενόχων’/ εκδόσεις Υδροπλάνο.

Σχέδιο: Μπάμπης Κοιλιάρης. (μελάνι σουπιάς με καλάμι και πινέλο). Ευχαριστώ θερμά  τον εκλεκτό  Χιώτη ζωγράφο, αγιογράφο και καθηγητή ζωγραφικής για την εικονογραφική ‘επένδυση’ του διηγήματος.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.