Ιστορικές σελίδες από την Μικρασιατική Καταστροφή: “Η Καταστροφή όπως την έζησα”, του Γεωργίου Γ. Γιατράκου

 

 

Σάββατο μεσημέρι περίπου. Περνούν οι Τούρκοι από τη γειτονιά μας και μπαίνουν στη Σμύρνη. Η λύπη και ο φόβος όλων μας είναι μεγάλος. Εμείς βέβαια οι μικροί δεν είχαμε και τόση συναίσθηση. Ήμουν τότε δέκα ετών περίπου. Όλοι διπλοκλειδώθηκαν μέσα στα σπίτια τους.

Το απόγευμα ήλθε μια κουστωδία από έφιππους Τούρκους πολίτες, Κάποιος προηγείτο κρατώντας μια σημαία τουρκική και φώναζε «Γιασασίν Κεμάλ Ιον Κόρτμαν ατς καπί μπισί γιόκ γιαριντάν σόρα». Αυτά είχαν την έννοια απ’ ότι θυμάμαι: «Ζήτω του Κεμάλ. Μη φοβάστε. Ανοίξτε τις πόρτες. Δεν είναι τίποτα». Βέβαια έλεγαν και άλλα, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω, διότι δεν γνωρίζω τούρκικα. Την ίδια ημέρα, ή την άλλη, δεν θυμάμαι ακριβώς, πήγαμε στο σπίτι κάποιου φίλου του πατέρα μου, ο οποίος είχε αγγλική υπηκοότητα. Ήταν βέβαια γνήσιος Έλληνας και καλός πατριώτης, αλλά όπως έχω καταλάβει πολλοί Έλληνες κατόρθωναν και έπαιρναν ξένη υπηκοότητα, για να κινούνται πιο εύκολα και να μην τους πειράζουν οι Τούρκοι. Άλλος είχε αγγλική υπηκοότητα, άλλος αυστριακή, άλλος ρωσική κ.λπ.

Νομίζω ότι για αυτούς ίσχυε η ετεροδικία και μ’ αυτόν τον τρόπο βοηθούσαν και τους εαυτούς τους αλλά και πολλούς άλλους Έλληνες. Στο σπίτι του φίλου του πατέρα μου που πήγαμε, λοιπόν, είδα ότι είχε αναρτημένη μια τεράστια αγγλική σημαία. Μέσα και έξω από το σπίτι του υπήρχε κόσμος. Πήγαιναν εκεί οι άνθρωποι για να σωθούν. Ήμαστε μέσα στο σπίτι ο ένας κοντά στον άλλον. Το βράδυ επίσης στρώναμε κάτω κουβέρτες και κοιμόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον. Την Τετάρτη μας πήρε ο πατέρας μου και φύγαμε για να πάμε στο σπίτι μας, αλλά όταν βγήκαμε έξω μας πήγε μέχρις ενός ορισμένου σημείου που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας κι εκείνος πήρε την αδερφή μου και την πήγε στο γαλλικό Κολλέγιο για ασφάλεια. Από συζητήσεις κατάλαβα ότι πλήρωσε ένα σεβαστό ποσό και μετά ήλθε και εκείνος σπίτι και μας είπε ότι έβαλαν φωτιά στην Αρμενιά – ήταν μια συνοικία που κατοικούσαν Αρμένιοι, γι’ αυτό έβαλαν οι Τούρκοι την φωτιά και είχαν την εντύπωση, οι μεγάλοι βέβαια, ότι έβαλαν τη φωτιά οι Τούρκοι για αντίποινα και ότι η φωτιά θα εντοπιζόταν μόνο στην Αρμενιά, αλλά δυστυχώς δεν ήταν έτσι. Η φωτιά κατά το απόγευμα πλησίαζε κοντά στη γειτονιά μας, έτσι αναγκασθήκαμε να φύγουμε και να πάμε σε κάποιου κουμπάρου μας το σπίτι, που ονομαζόταν Χαρίτος. Δεν φανταζόμαστε ότι θα έφθανε μέχρις  εκεί η φωτιά και αφού οι γονείς μου μάλιστα είχαν ησυχάσει ότι η αδελφή μου ήταν ασφαλής στο Κολλέγιο. Όταν πήγαμε εκεί, ήταν κι άλλοι φίλοι με τις οικογένειές τους. Είχε βραδιάσει πια και οι άνδρες κάθισαν χωριστά, το ίδιο και οι γυναίκες και συζητούσαν τα γεγονότα και αν θυμάμαι καλά, οι άνδρες είχαν ανοίξει ένα κουτί μπύρα και έπιναν.

Εμείς τα παιδιά καθόμαστε σε μια γωνιά και τους παρακολουθούσαμε, αλλά κανένας δεν κοιμήθηκε, γιατί μας διακατείχε η αγωνία τι θα γινόταν με τη φωτιά. Αργά, ήταν περασμένα μεσάνυχτα, χτύπησε η πόρτα και είδαμε έναν γείτονά μας που ονομαζόταν Νέτσος, να κρατά την αδελφή μου από το χέρι. Μας ζητούσε όλη τη νύχτα και επιτέλους κατόρθωσε να μας βρει και μας την έφερε. Το τι έγινε δεν περιγράφεται.

Η μητέρα μου γονάτισε, έπιασε τα χέρια του και τα φιλούσε. Εκείνος βέβαια τη σήκωσε. Τι λοιπόν είχε συμβεί; Όταν έφθασε η φωτιά κοντά στο Κολλέγιο, οι καλόγριες έβγαλαν έξω τα παιδιά και τους είπαν να πάει το καθένα στο σπίτι του. Όπως ήταν φυσικό η αδελφή μου πήγε σπίτι, κτύπησε την πόρτα, ήταν περίπου η ώρα που άναβαν τα φώτα, αλλά δεν πήρε καμιά απάντηση. Και πως ήταν δυνατόν, αφού είχαμε φύγει. Κτύπησε μερικές φορές, και όταν κατάλαβε ότι το σπίτι ήταν κλειστό κι ότι δεν υπήρχε κανείς μέσα έβαλε τα κλάματα. Ήταν τότε 15-16 ετών. Ευτυχώς την ώρα εκείνη περνούσε ο λεβέντης εκείνος με την παιδική αγνότητα, αλλά συγχρόνως με λιονταρίσια καρδιά και τη ρώτησε γιατί κλαίει. Την καθησύχασε και της υποσχέθηκε να την πάει στους γονείς της. Παίρνοντάς την από το χέρι γύριζε από σπίτι σε σπίτι, όπου υπέθεσε ότι θα μπορούσαμε να είμαστε και ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία μας βρήκε. Όταν του πρότειναν να τον κεράσουν κάτι αρνήθηκε, γιατί, όπως είπε, ήθελε να πάει να πάρει τη μητέρα του που την είχε αφήσει κάπου.

Ο Νέτσος αυτός ήταν γείτονάς μας, ένας άνδρας αρκετά ψηλός. Νομίζω ότι εργαζόταν στα καπνά κι είχε μια μητέρα παράλυτη. Είχε και άλλα αδέλφια νομίζω, αλλά ήταν όλοι παντρεμένοι. Αυτός ήταν περίπου 35 ετών κι είχε ένα ανηψάκι περίπου στην ίδια ηλικία με μένα. Τον έλεγαν Πάνο και φύλαγε τη μητέρα του την ημέρα, αφού αυτός εργαζόταν. Το βράδυ ο μικρός πήγαινε στο σπίτι του και περιποιούταν τη μητέρα του ο ίδιος ο Νέτσος. Οπωσδήποτε με την  πρόθυμη θέλησή του έμενε μαζί της μέχρι την ώρα του ύπνου και το πρωί πήγαινε στη δουλειά. Το καλοκαίρι σήκωνε τη μητέρα του με την καρέκλα που καθόταν, την έβγαζε έξω και της έκανε συντροφιά μέχρι την ώρα του ύπνου. Τη νύχτα δεν κοιμόταν συνεχώς, γιατί ήταν αναγκασμένος να περιποιείται την παράλυτη μητέρα του, αν χρειαζόταν κάτι. Ο άνθρωπος αυτός εστερείτο κάθε είδους ψυχαγωγίας για χάρη της μητέρας του, αγόγγυστα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μόνο την άφηνε, όταν τον καλούσαν να συμβιβάσει ανθρώπους που είχαν διαφορές και χρησιμοποιούσαν βία. Αυτός με την ήπιο και πειστικό χαρακτήρα του κατόρθωνε πάντοτε να τους συμβιβάσει. Σαν σε παρέκβαση αναφέρω, ότι δύο άνδρες λογομάχησαν και συμφώνησαν να μονομαχήσουν με πιστόλια σε ορισμένο μέρος. Τον ειδοποίησαν λοιπόν εγκαίρως κι επήγε και όχι μόνο τους εμπόδισε να μονομαχήσουν αλλά και τους συμφιλίωσε και έκτοτε έγιναν αχώριστοι φίλοι. Αυτά τα γράφω για παράδειγμα προς μίμηση. Τις πρωινές ώρες η φωτιά πλησίαζε κοντά μας κι αναγκαστήκαμε να φύγομε, και γλιστρώντας κυριολεκτικά τη νύχτα μέσα στα σοκάκια κατορθώσαμε να φτάσομε σε μια Εταιρεία καπνού. Αν θυμάμαι καλά, επρόκειτο για τη Γερμανική Εταιρεία Στάντερ. Εκεί μείναμε για λίγες ημέρες, έως ότου ήλθε η ειδοποίηση να πήγαιναν στην AMERICAN TOBACCO COMPANY όσοι εργάζονταν εκεί. Εκεί μείναμε μέχρι την ημέρα που φύγαμε από τη Σμύρνη. Εν τω μεταξύ, κι ενώ κυμάτιζε μια αμερικανική σημαία, έκανε έφοδο ένα απόσπασμα στρατιωτών Τούρκων και μάζεψε όσους άντρες υπήρχαν μέσα εκτός από μερικούς που κατόρθωσαν και βγήκαν πάνω από τα κεραμίδια μέσα από κάτι καπατζέδες με γυαλί για να δίνουν φως στις σάλες των καπνών και οι οποίοι ανοιγόκλειναν. Βγήκαν με σκάλες φορητές που μάζεψαν αργότερα οι γυναίκες από κάτω και έτσι δεν έγιναν αντιληπτοί αυτοί που βγήκαν από τα κεραμίδια. Μαζί μ’ αυτούς που συνέλαβαν ήταν και ο πατέρας μου. Τους κατέβασαν λοιπόν κάτω και τους έβαλαν στη γραμμή. Καταλαβαίνετε την λύπη μας και την απογοήτευσή μας. Εγώ παρακολουθούσα την σκηνή από ένα παράθυρο. Είδα λοιπόν κάποιον Τούρκο στρατιώτη να πιάνει από το μανίκι τον πατέρα μου και να του λέγει: «Σεν γκίι», δηλαδή «εσύ φύγε». Πραγματικά εκείνος έφυγε. Όταν ήλθε πάνω ο πατέρας μου, μου είπε ότι παρακαλούσε τον Θεό να τον απαλλάξει από αυτήν την δοκιμασία και ότι είναι να πάθει να του τα δώσει έπειτα ο Θεός λίγα – λίγα. Ήταν πολύ ευσεβής άνθρωπος, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνθρωποι την εποχή εκείνη. Πέρασε κι αυτό. Μετά από λίγες ημέρες έρχονται πάλι δύο – τρεις Τούρκοι και παίρνουν κάποιον που ονομαζόταν Αλκή. Αυτός ήταν ένας απ’ αυτούς που βγήκαν στα κεραμίδια και γλίτωσε. Επειδή είχε ένα σκύλο που τον έλεγαν Κεμάλ, ασφαλώς τον είχε προδώσει ο θυρωρός της αποθήκης, ο οποίος ήταν Τούρκος.

Ύστερα από όλα αυτά οι γονείς μας κατάλαβαν ότι δεν μας προστατεύει η αμερικανική σημαία και αποφασίσαμε να πάμε στην προκυμαία να φύγωμε όπως έφευγε όλος ο κόσμος. Πήγαμε λοιπόν ένα πρωί στην προκυμαία. Ήταν παραμονή του Σταυρού. Ο πατέρας μου είχε αφήσει τα γένεια του ατημέλητα τελείως, για να δείχνει μεγαλύτερος από ότι ήταν. Την αδελφή μου την είχαμε μουζαλώσει καταλλήλως, της είχαμε φορέσει κάτι κουρελόρουχα, διότι προκειμένου να μπούμε στο πλοίο, περνούσαμε από κάτι κάγκελα που είχαν μια πόρτα και από εκεί έμπαινε ο κόσμος. Εκεί γινόταν διαλογή. Κρατούσαν τους άνδρες και ορισμένες ωραίες κοπέλλες και άφηναν τους γέρους και τα γυναικόπαιδα να φύγουν. Πολλοί ήταν μικρόσωμοι και νέοι, έκοβαν τα παντελόνια και τα έκαναν κοντά, ξύριζαν καλά τις γάμπες και το πρόσωπό για να μοιάζουν με παιδιά και πολλοί το κατόρθωναν. Ο πατέρας μου παρακαλούσε το Θεό, αν είναι για καλό να περάσομε, αν όμως όχι, να βρεθεί κάποιο εμπόδιο. Κατά το ηλιοβασίλεμα φθάσαμε πια κοντά στην πόρτα για να περάσομε και ξαφνικά ακούστηκε από μέσα μια φωνή: «Γιάριμ», δηλαδή «αύριο» κι έκλεισαν την πόρτα.

Ο κόσμος έφευγε και εμείς γυρίσαμε στην αποθήκη του καπνού, εκεί όπου άλλωστε μέναμε. Ήταν πολύ κοντά στην Πούντα. Σε λίγη ώρα αφ’ ότου φτάσαμε εκεί, έρχεται ένας Αμερικάνος από τους εργοδότες, τον έλεγαν Άσπιλ και ζήτησε τον πατέρα μου. Πήγε ο πατέρας μου και του μίλησε τούρκικα ο εργοδότης, γιατί δεν ήξερε ελληνικά. Αφού τελείωσαν, τους συνάθροισε όλους ο πατέρας μου και τους είπε ότι το αφεντικό είπε να μη φύγει κανένας και ότι την επόμενη μέρα θα έρχονταν αραμπάδες και φρουρά από Τούρκους στρατιώτες, να μας φυλάγουν, για να μην μας πειράξεις κανείς και ότι θα φεύγαμε με ένα καράβι που ήταν εκεί φορτωμένο με καπνά της Εταιρείας. Η χαρά όλων μας δεν περιγραφόταν. Για δεύτερη φορά η παράκληση του πατέρα μου είχε εισακουσθεί. Πραγματικά την άλλη μέρα ήλθαν αραμπάδες με φρουρά τούρκικη και μας πήγαν στην προκυμαία. Μας έβαλαν σε μια βενζινάκατο και μας ανέβασαν στο πλοίο. Φαίνεται ότι οι εργοδότες της Εταιρείας είχαν αντιληφθεί το γεγονός και πήγαν στο Προξενεία και απαίτησαν να γίνει αυτό που έγινε. Αφενός μεν εθεώρησαν προσβολή αυτό που έγινε και αφ’ ετέρου ήθελαν να χρησιμοποιήσουν όσους τεχνίτες είχαν απομείνει στην Ελλάδα, όπως και το έκαναν.

Το καράβι μας πήγαινε στη Μυτιλήνη. Στο δρόμο η γυναίκα του Αλκή τον έκλαιγε γιατί τον είχε χάσει. Το ίδιο συνέβαινε και με κάποια θεία μου που είχε χάσει κι αυτή ξαφνικά τον άνδρα της. Η μητέρα μου τις παρηγορούσε, λέγοντάς τους ότι θα τους βρίσκαμε εκεί που θα πηγαίναμε, αλλά ούτε η ίδια βέβαια πίστευε αυτά που έλεγε. Όταν φτάσαμε στη Μυτιλήνη ήλθε τηλεγράφημα να πάει ο πατέρας μου στη Χίο και την ώρα που βγαίναμε με τη βάρκα έξω στην προκυμαία είδαμε να στέκονται ο θείος μου μαζί με τον Αλκή. Τώρα το πώς σώθηκαν, δεν έμαθα ποτέ. Όταν αποβιβαστήκαμε ήρθε κάποιος Σμυρνιός, ο Νίκος Σφακιανάκης, που είχε από παλαιότερα μεταναστεύσει στη Χίο κι είχε παντρευτεί μια εξαιρετική κοπέλα, τη Μαρίκα. Αυτός είχε συνεταιρισθεί με άλλους δύο και έβγαζαν τσιγάρα και καπνά, με τσιγαρόχαρτο του κράτους. Η Εταιρεία αυτή λεγόταν Κότη, Τσεσμελή και Σία. Ο Νίκος Σφακιανάκης λοιπόν μας πήρε αμέσως σπίτι του. Είχε ένα μικρό σπιτάκι στον καινούργιο δρόμο και εκεί είχε μαζέψει και άλλες οικογένειες. Εμείς ήμαστε τέσσερα άτομα. Αυτός είχε την μητέρα του με μια αδελφή του και το παιδί της μωρό, χήρα, κι άλλη μια αδελφή του χήρα επίσης, διότι οι άνδρες τους έμειναν στην Μικρά Ασία αφού τους συνέλαβαν οι Τούρκοι, με τέσσερα παιδιά και μέσα στη σάλα έμεναν ακόμη 3-4 οικογένειες φίλοι του, καπνεργάτες κι αυτοί.

Όλα αυτά τα γράφω σαν μνημόσυνο γι’ αυτούς τους εξαίρετους ανθρώπους. Εμείς μείναμε εκεί επί ένα ορισμένο διάστημα, μέχρις ότου βρήκαμε ένα σπιτάκι και κατοικήσαμε σ’ αυτό.

 

 

* Αναδημοσιεύεται από τη «Μικρασιατική Ηχώ», Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1986

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.