Καθαρή στον Παρθένη… Γράφει η Αγγελική Συρρή- Στεφανίδου.

 

Να που ξημέρωνε κάποτε κι η Καθαρή Δευτέρα, η οποία έπρεπε, λέει, να ξεκινήσει με νηστεία και αποχή από κάθε διασκέδαση και γλέντι.  Μα… έλα που η παράδοση ήθελε να γίνεται μεγάλος σαματάς και πανηγύρι, ακριβώς για να παραχορτάσουμε πια χαρά, να καθαρίσουμε κι όσα απομεινάρια νοστιμιάς είχαν απομείνει στους τεντζερέδες και μπουχτισμένοι και κουρασμένοι να μπούμε στο πρόγραμμα της νηστείας και της προσευχής, χωρίς άλλες δικαιολογίες.

Κατά το έθιμο, λοιπόν, την Καθαρή Δευτέρα έπιαναν οι γυναίκες κι έτριβαν τα τηγάνια και τα χαρανιά με στάχτη και σαπούνι για να τα καθαρίσουν κι έτσι να μη μαγαριστεί η νηστεία.

Τρώγαμε, εκτός από τα υπολείμματα τα αποκριάτικα, ταραμά, ελιές, τουρσιά, λογιών θαλασσινά και όστρακα, γαρίδες, καραβίδες, καλαμάρια και χταπόδια, ρόζα και μπρικ, γλιστρίδα, κάρδαμο, κρεμμυδάκια, μαρουλάκια και άνηθο, φασολάδες, σκορδαλιές και σπανακόπιτες κι ύστερα χαλβάδες από σιμιγδάλι, φυστικοπάστελα, κασκαμπούκες μαστιχάτες κι οπωσδήποτε τραγανιστές λαγάνες, που μέχρι να τις φέρομε από το φούρνο, είχαμε καταβροχθίσει τις μισές!

Ευκαιρία να μαζευτούμε γι άλλη μια φορά  γύρω απ’ το τραπέζι και ν’ αρχίσουν τα σαγόνια – που δεν είχαν προλάβει να ξεκουραστούν – ν’ αλέθουν το ξυδάτο χταποδάκι και τις σουπιές με το σπανάκι, ώσπου τ’ αδειανά όστρακα από τα στρείδια και τις γυαλιστερές να μαζευτούν σαν βουναλάκια μέσ’ στα πιάτα!

Μετά, μάνι-μάνι και πριν προλάβουν οι γονιοί μας να μαζέψουν το τραπέζι, να πάρουν μια ανάσα κι ένα καφεδάκι για να χωνέψουν, εμείς πιάναμε τη γρίνα,  απαιτώντας να μας πάνε στον Παρθένη, όπου ο κόσμος απ’ όλη τη Χώρα και τις γειτονιές μαζευόταν να πετάξει τους χαρταετούς και να γιορτάσει τα Κούλουμα.

Όλη τη μέρα της Καθαρής, ντυμένοι μασκαράδες οι περισσότεροι ανηφόριζαν την Ατσική, με τα καλαθάκια στα χέρια και τα κοφίνια στην πλάτη κι έστρωναν τα νηστίσιμά τους εκεί δίπλα στην όχθη, απάνω σε μπατανίες και κιλίμια.  Τα παιδιά τρέχανε πάνω-κάτω μέχρι ν’ ανεβάσουν τους πολύχρωμους χαρταετούς με τα περίτεχνα ζύγια και τις φουντωτές ουρές κι αν είχαν την τύχη ο καιρός να είναι γλυκός και καθαρός και το αεράκι όσο χρειάζεται για να σηκωθεί ο αετός τους,  τότε ο ουρανός γέμιζε κίνηση και χρώμα.

«Μόλα καλούμαααα…  Μόλα καλούμαααα…», ούρλιαζαν, επιχειρώντας ξανά και ξανά, βαστώντας ο ένας τον αετό όσο πιο ψηλά μπορούσε, την ώρα που ο άλλος ρεγουλάριζε το σπάγκο, τυλίγοντας ή ξετυλίγοντάς τον από το τεράστιο κουβάρι.  Μέχρι να σκοτεινιάσει, οι πιο επιδέξιοι, που κατάφερναν όχι μόνο να πετάξουνε τους αετούς τους, αλλά και να τους γλιτώσουνε από τον ανταγωνισμό, παράμεναν στις επάλξεις, μη θέλοντας να κατεβάσουν από την διακεκριμένη της θέση την απόδειξη της μαστοριάς τους.

Γιατί θέλει πραγματική μαστοριά η όλη επιχείρηση.  Το πρώτο και το βασικότερο βήμα της όλης διαδικασίας είναι το ανέβασμα του αετού.  Πρέπει να πιάσεις τα κατάλληλα ρεύματα του αγέρα που θα σε βοηθήσουν γι αυτό και στη συνέχεια, με χέρι στιβαρό κι επιδέξιο, ν’ αγαντάρεις στις ξαφνικές ριπές ή τις άπνοιες, ώσπου να σταθεροποιηθεί και να μην έχει φόβο πια να κάμει ο σπάγκος κοιλιά.  Αν δεν τα καταφέρεις, ο περήφανος αετός σου θα πέσει σε περιδίνηση, ύστερα σε κατακόρυφη βουτιά κι εντός δευτερολέπτων, στην καλλίτερη περίπτωση θα προσγειωθεί μαραμένος, ενώ στη χειρότερη, την καθοδική του πορεία θα ανακόψει άδοξα δέντρο, στύλος ή η απλώστρα στην ταράτσα κάποιου σπιτιού.

Κι ας πούμε πως εσύ κι η εμπειρία σου υψωθήκατε μαζί με τον αετό επιτυχώς κι όλους κι όλα τα βλέπετε πια αφ’ υψηλού μικροσκοπικά, ασήμαντα κι αδύνατα.  Κι ας πούμε πως κι ο καιρός σας στέκεται σύμμαχος κι η θέση που διαλέξατε σας βοηθά τόσο, ώστε να συγχαίρετε και να θαυμάζετε την μαστοριά και την τέχνη σας ενθουσιασμένοι.

Το κακό μάτι, όμως και τον φθόνο του ανταγωνιστού τον λογαριάσατε;  Μετρήσατε την πονηριά και τον ύπουλο χαρακτήρα του αντίζηλου;  Λογαριάσατε πως από δίπλα, απ’ απέναντι κι από πίσω ο κίνδυνος παραμονεύει;  Όχι;  Ε, παρ’ την, λοιπόν, τη γυριστή για να μάθεις κι άλλη φορά να βαστάς τα μυαλά σου προσγειωμένα και να φυλάγεσαι.

Γιατί εσύ μπορεί να ξέρεις ν’ ανεβαίνεις και να πετάς αγέρωχα, αλλά οι άλλοι που εποφθαλμιούν την αποκλειστικότητα και την επιτυχία σε επιβουλεύονται, με κόλπα φακίρικα, με ζαβολιές ανέντιμες και με τα ξυραφάκια που έχουν δεμένα απάνω στο δικό τους χαρταετό παραμονεύουν να σε βρούνε σε αδυναμία, για να σου ξουρίσουν τα ζύγια, να σου σκίσουν τις πολύχρωμες λαδόκολλες ή να σου κόψουν τον σπάγκο κι άντε κι από χρόνου και περαστικά.  Αμέεεε…  Καλά να πάθεις…

Εκεί, λοιπόν, στην όχθη του Παρθένη, όπου το λιγοστό νεράκι κυλούσε κελαρυστό στην άβαθή του κοίτη κι όπου τα χοντρά άσπρα βότσαλα γυαλοκοπούσαν φρεσκοπλυμένα, πηγαίναμε κι εμείς για να δούμε τους γύφτους με τα νταούλια τους, τον αρκουδιάρη με την αρκούδα που ήξερε να χορεύει και να βάζει κραγιόν, τους κουδουνάτους που πετούσαν κομφετί και κοροϊδίες στους αμασκάρευτους και τους εκατοντάδες χαρταετούς στον ουρανό.

Με γέλια, τραγούδια, αστεία, πειράγματα και φωνές διασκέδαζαν και χόρευαν οι παρέες των καρναβαλιστών.  Μα καθώς έπεφτε τ’ απόγευμα και η ψύχρα πλάκωνε κατρακυλώντας από τα βουνά, τους έβρισκε, ναι μεν ξαναμμένους από το κρασί και τον ταραμά, αλλά ανυποψίαστους, τους ξάφνιαζε, τους χαλούσε το γλέντι και τη διάθεση κι άρχιζαν, η αλήθεια με μισή καρδιά, να τα μαζεύουν και ν’ αποχωρούν  φωνάζοντας ο ένας στον άλλον, «Άντε και του χρόνου με το καλό… και  καλή Σαρακοστή».

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

(Από το λαογραφικό βιβλίο μου :”Λες και ήταν χθες”).

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.