Λέξεις με β΄ συνθετικό το «άχρηστο» πλέον «πολέω» και άλλα σχετικά

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

Το ρήμα πολέω είναι αμετάβατο και σημαίνει περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, συχνάζω κάπου, κατοικώ, αλλά και οργώνω*. Απ’ εδώ και ο πόλος** (& πώλος = περιφέρομαι)  δηλ. το σημείο περιστροφής, ο άξονας.  Επίσης έχομε πολλά παράγωγα όπως αἰπόλος (γιδοβοσκός), βουκόλος (πολέω π>κ), θαλαμηπόλος, περίπολος, πόλησις = στροφή, αναπόλησις, πυρπόλησις.
Στην αρχαιότητα υπήρχαν λέξεις που χρησιμοποιούσαν ως β΄ συνθετικό το ρ. «πολέω». Εδώ θα ασχοληθούμε με μερικές απ’ αυτές όπως το θεο-πολέω δηλ. υπηρετώ τον θεό (Πλατ. Νόμ. 909d) όπου και ερμηνεύει ως εξής το ρ. θεοπολέω: «θεῶν εἰκόνας ἔχοντα περιπολεῖ ἀργύριον εἰσπρασσόμενον» δηλ. κρατώντας εικόνες θεών περιφέρεται για να εισπράξει χρήματα [!] (βλέπουμε πως, αν όχι όλες, πολλές συνήθειες συνεχίζονται). Αυτός λοιπόν που «θεοπολεῖ» ονομάζεται θεοπόλος και είναι ο υπηρέτης τού θεού. ὀνειροπόλος (ο) = αυτός που κινείται περί τα όνειρα, που ασχολείται με τα όνειρα ή τα ερμηνεύει. Στην (Ιλ. Α63) ο Αχιλλέας προτείνει σε συνέλευση των αρχηγών να ρωτήσουν κάποιον μάντη «ἤ καί ὀνειροπόλον, καί γάρ τ’ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν», δηλ. να τους πει γιατί ο Απόλλων οργίστηκε τόσο πολύ με τους Αχαιούς. Βλέπουμε λοιπόν, πως αρχικά ο «ονειροπόλος» είναι ο ερμηνευτής ονείρων. Ωστόσο σήμερα σημαίνει αυτόν που πλάθει όνειρα απραγματοποίητα, ρεμβάζει ή ζη και κινείται «στον δικό του κόσμο». Το ρ. ὀνειροπολέω -ῶ το βρίσκουμε και στην «Πολιτεία» του Πλάτωνος στην έκφραση «Και τόν νῦν βίον ὀνειροπολοῦντα καί ὑπνώττοντα». Το ίδιο συμβαίνει και στον Δημοσθένη (54.10) στην έκφραση «πολλά τοιαῦτα ὀνειροπολεῖ ἐν τῇ γνώμῃ» δηλ. φαντάζεται με το νού του. Με τη σημασία αυτή έχουμε και τις λέξεις ὀνειροπόλημα και ὀνειροπόλησις = πόθος απραγματοποίητος, ρεμβασμός. ἀναπολῶ· ξαναθυμάμαι, και περισσότερο όταν η επανάληψη αυτή σχετίζεται με τη μνήμη, ιδίως σε πρόσωπα, γεγονότα κλπ. και μάλιστα με νοσταλγική διάθεση. Για παράδειγμα όταν κάποιος θυμάται – αναπολεί τα παιδικά χρόνια. Όσο για το ουσιαστικό ἀναπόλησις, αυτό από την αρχή σήμαινε: ενθύμηση, ανάμνηση.
θαλαμηπόλος (ο), (η) = αυτός που φροντίζει τις καμπίνες των επιβατών του πλοίου, ο καμαρότος. η θαλαμηπόλος στην αρχαιότητα ήταν η υπηρέτρια, υπεύθυνη για τη φροντίδα του θαλάμου της κυρίας της, αλλά και να φροντίζει να βάζει τα πράγματα σε τάξη. Επίσης, ο προσπόλος  (προς + πολέω [πόλος]) είναι ο υπηρέτης.
ἀμφι-πόλος λέγεται αυτός  που κινείται γύρω από κάποιον, που «βρίσκεται» στην υπηρεσία κάποιου. Στον Ηρόδοτο η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια «θεραπενίς» & «ὑπηρέτρια» και όχι «δούλη», ενώ στον Όμηρο «αἱ ἀμφίπολοι» βρίσκονται στην ακολουθία τῆς κυρίας των την οποία και συνοδεύουν στις μετακινήσεις ή και έξω από τον οἶκον. Σχετ. λέξεις, η περίπολος, ο πυρπόλος [πυρπολητής], και η πυρπόληση (ρ. πυρπολῶ), πολιορκῶ, πολιορκία, πολιορκητής).  Να αναφέρουμε ακόμα μία, ίσως σπάνια, τη λέξη μουσοπόλος· είναι αυτός που κινείται γύρω από τις Μούσες και τις υπηρετεί δηλ. ο ποιητής, ο μουσικός αλλά και ο τραγουδιστής.
Βλέπουμε όμως πως στον ίδιο χώρο κινείται και το πολέο ως δευτερο συνθετικό. Να σημειώσουμε εδώ, πως η πόλις (γεν. της πόλεως) προέρχεται από το πολέο = κατοικώ. Έτσι έχουμε, ακρόπολις (άκρη), πολιούχος, πολιαρχέω, πολιάρχης, πολιαρχία, πολίζω (βλ. παρακάτω), πολίτης -τις συμπολίτης, πολιτεία, πολίτευμα, πολιτευτής, πολιτικός, πολιτισμός, συμπολιτεία, συμπολίτευση, αντι-πολίτευση, πολιορκία (πολιορκέω – έρκος), πολιορκητής. Όσο για τη σχετ. λέξη πολεοδόμος – πολεοδομία,  «η λέξη αυτή είναι σχετικά πρόσφατη και σχεδόν ανύπαρκτη στη Νεοελληνική πριν το 1920. Αρχαιοελληνικές λέξεις που σχετίζονται με τον όρο ήταν το «πολίζω»& «ρυμοτομώ»(Ιωνικής μάλλον προέλευσης) εμφανίζονται στην Ιλιάδα, και χρησιμοποιείται επίσης από τον Ησίοδο, τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και τον Στράβωνα, και σημαίνει οικοδομώ, κτίζω, τειχίζω, ιδρύω, οικίζω, συνοικίζω πόλιν. Μεταγενέστερη αρκετά η λέξη «ρυμοτομώ» (πρωτοσυναντάται στον Στράβωνα) έχει ακριβώς τη σημερινή σημασία: διαιρώ πόλιν εις οδούς και συνοικίας».
(βλ. διαδίκτυο Λίλα Θεοδωρίδου- Σωτηρίου, Αρχιτέκτων-Μέλος Ε.Π του ΤΕΙ Σερρών.

* Ο Ησύχιος ερμηνεύει τη λ. ἀνα-πολῶ, κυρίως ως αναστρέφω το χώμα του αγρού, πηγαινοερχόμενος από τη μια άκρη στην άλλη με το αλέτρι που σέρνει το ζευγάρι των βοδιών (πρβλ. γραφή βουστροφηδόν). Τρόπος  γραφής τας αντιστροφάς έχων ομοίως τοις αροτριώσι βουσίν (βλ. ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΚΑΙ ΧΡΗΣΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ Γ. Δ. Ζηκίδου εκδ. ογδόη εκδ. οίκος Ι. Σιδέρη χ. χρον.
Ωστόσο, από το πολέο (κατοικώ) παράγονται πολλές λέξεις όπως: Ακρόπολις, πολιούχος, πολίαρχος, πολιαρχία, Πολιάς (Αθηνά), πολίζω· δημιουργώ κατοικία στην πόλη –κατοικώ, πολίτης, πολιτεία, πολίτευμα, πολιτισμός, πολιτικός, εκ πολιτίζω, πολεοδομία(ν.λ), πολιορκία ( ρ. Πολιορκέω –ῶ > πόλις + ἕρκος [φράχτης]) πολιορκητής ** …και πώλος ρ. πωλέομαι δηλ. περιφέρομαι σχετ. λ. πουλάρι [ω>ου], το νεαρό ζώο που περιφέρεται γύρω απ’ τη μάνα του, αλλά και το μικρό κορίτσι…το πωλάριον πουλάρα [ω>ου], μουλάρα (υποτιμητικά).
Σημείωση: Εκτός από τις παραπομπές εντός του κειμένου, χρησιμοποιήθηκαν και τα λεξικά: Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας Βασδέκης Ν. Σταύρος (ανακτηθέν από Διαδίκτυο), Ετυμολογικό Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Ευάγγελος Μαντουλίδης Μάϊος 2009 επίσης ανακτηθέν από Διαδίκτυο.

knafpl@hotmail.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.