Του Αγιού Σιδέρου. Γράφει η Αγγελική Συρρή – Στεφανίδου.

 

Στις δεκατέσσερις του Μα, Αγιού Σιδέρου σκόλη, πανηγυράκι γίνεται μες στο Τσουκαλοχώρι. Οι τσουκαλοχωρίτισσες, τρώνε ψωμί και λάδι, για να μαζέψουν τον παρά να πάρουν κοκινάδι. (Η θεία μου η Μάρω  μου είπε προχθές τα παραπάνω, καθώς μιλούσαμε για την εορτή του Αγίου Ισιδώρου).

Στις δέκα τέσσερις του μήνα, πράγματι, είχαμε το πανηγύρι του Αγίου Ισιδώρου στη γειτονιά μας.

Η εκκλησούλα, είναι χτισμένη κοντά στο περιβόλι του Ζαφειράκη, σκεπασμένη από δέντρα και δροσιά κι έχει κι ένα μεγάλο πηγάδι στην αυλή, όπου μαζεύονταν οι πανηγυρίζοντες για την αρτοκλασία και τα κεράσματα.

Ο Άγιος Ισίδωρος, ήταν αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού και κατάγονταν από την Αίγυπτο.

Όταν έγινε χριστιανός, στους πρώτους αιώνες μετά Χριστό, υποστήριζε απροκάλυπτα τη νέα θρησκεία, που τον γοήτευσε, επειδή μιλούσε γι’ αγάπη στον πλησίον και προσφορά στον άνθρωπο, χωρίς επιδιώξεις και κέρδη.

Είχε πια μπουχτίσει, σαν στρατιώτης που ήταν, από βία και κατακτήσεις αιματοβαμμένες.

Γι’ αυτές του όμως τις ιδέες διώχθηκε, καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε με φρικτό και μαρτυρικό τρόπο.

Τον έδεσαν πίσω από το άλογό του που τον έσυρε πάνω στα κοφτερά βράχια μέχρι τα Νοτιόχωρα κι αφού ξεψύχησε, κατακρεουργημένος και βασανισμένος, για να τον εξευτελίσουν ακόμα περισσότερο, διέταξαν να αφήσουν το πτώμα άθαφτο κι εκτεθειμένο, ώστε να το κατασπαράξουν τα όρνια και τα σαρκοβόρα και να μη μείνει σκήνωμα για να θάψουν και να τιμήσουν οι ομοϊδεάτες του, οι κρυφοί χριστιανοί.

Το μαρτύριο του Αγίου Ισιδώρου. Σχέδιο με χρωματιστά μολύβια, ακουαρέλα. Όλων των έργων εικαστικός δημιουργός: Μπάμπης Κοιλιάρης, αγιογράφος, ζωγράφος, συγγραφέας, καθηγητής εικαστικών.

Η παράδοση λέει πως, τα δάκρυά του είναι που στάζουν αργά-αργά κρυστάλλινα και μοσχοβολιστά από το μαστιχόδεντρο, τον θάμνο που φύεται μόνο σε τούτα τα χώματα  όπου μαρτύρησε και πουθενά αλλού σ’ όλο τον κόσμο!

Το μαστιχόδεντρο –ο σκίνος- είναι πράγματι ένας ευλογημένος θάμνος! Καλλιεργείται για  αιώνες στα νότια χωριά του νησιού μας, πάνω σ’ ασπροχώματα. Μόνο εκεί  μπορεί να  δακρύζει, να καρπίζει και να δίνει πλούσιες σοδιές απ’ το διάφανο κι ελαστικό μίγμα που μοσχοβολά, είναι πολύτιμο, σπάνιο  κι είναι ο πλούτος και  το προνόμιο τούτου του τόπου!

Κατεβαίνουν αξημέρωτα οι «κεντήστρες» από τα γύρω χωριά, στα χωράφια με τα μαστιχόδεντρα και εκεί, όσο κρατά ακόμα δροσιά, «κεντούν» –πληγώνουν- τα κλαδιά με μυτερά μαχαιράκια, σε αποστάσεις τέτοιες που δεν θα κάνουν κακό στο δέντρο και δεν θα το εξαντλήσουν.

Απ’ αυτές τις μικρές πληγές, αρχίζει να τρέχει δάκρυ-δάκρυ η μαστίχα, που στάζει πάνω στο καλά καθαρισμένο από πέτρες, κλαδάκια και φύλλα ασπρόχωμα κι εκεί στεγνώνει σε πλάκες χοντρές, διάφανες και μοσχομυριστές.

Ακριβοπληρώνεται και μοσχοπουλιέται η μαστίχα μας-δράμι και λίρα που λένε- κι είναι φημισμένη σ’ όλη τη γη.

Χρησιμοποιείται στη μαγειρική, στη ζαχαροπλαστική και κυρίως στη φαρμακευτική, όπου, όπως είναι γνωστό, κάνει θαύματα!

Το δάκρυ λοιπόν του Αγίου είναι ολοφάνερα πολύτιμο, αγιασμένο και θαυματουργό!

Φαντασθείτε, πως για τούτη την πολύτιμη μαστίχα, που ’καμνε το στόμα των γυναικών των χαρεμιών τους να μοσχοβολά δροσιά κι έδινε γεύση στη ρακί και τα γλυκά τους, οι αρχηγοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- εκείνους τους καιρούς που ο Ισλαμισμός είχε εξαπλωθεί δια πυρός και μαχαίρας σ’ όλα τα βόρεια παράλια της Αφρικής ως την Ιβηρική Χερσόνησο, από την Μικρά Ασία ως τα βάθη της Ανατολίας και ως την Αυστροουγκαρία κι  αγκάλιαζε με  το θανατερό τόξο της τόσα εκατομμύρια ανθρώπων, που στέναζαν στο βάρβαρο δεσμό της,- αυτοί οι αιμοσταγείς  κατακτητές, είχαν δώσει την εύνοιά τους στη Χίο!

Έτσι, οι Χιώτες, για αιώνες ζούσαν ειρηνικά και με μεγάλα προνόμια, χωρίς ν’ αντιμετωπίζουν διωγμούς και γενοκτονίες.

Ώσπου ήρθαν και τους ξεσήκωσαν οι Σαμιώτες το 1922  να επαναστατήσουν ενάντια στην Υψηλή Πύλη.

Κι αφού τους πήραν τα μυαλά και τους έβαλαν στα αίματα, σαν είδαν το μέγεθος της Τουρκικής Αρμάδας που ’φτασε έξω απ’ το Κάστρο κι αγκυροβόλησε μ’ έτοιμα εκατοντάδες κανόνια και χιλιάδες αιμοδιψείς επίλεκτους γενίτσαρους ν’ αδημονούν στα καταστρώματα, έφυγαν άρον-άρον και τους άφησαν μονάχους στα  χέρια των  μακελάρηδων και της άδικής μοίρας τους,  η οποία αποφάσισε εκείνη την ώρα να τους δώσει όσα κακά είχαν γλιτώσει μέχρι τότε.

Έμειναν έτσι, καλομαθημένοι κι ανίδεοι, βορά στα γιαταγάνια που στόμωσαν απ’ το μακέλεμα κι έγιναν τα κουφάρια τους τροφή στα όρνεα κι άσπρισαν τα κοκαλάκια τους τις έρημες ακρογιαλιές, όπου το κύμα άφριζε για μέρες απ’ το αίμα των αθώων.

Έκλαψε τότε όλη η Ευρώπη πικρά για τούτη τη θυσία κι οι Φιλέλληνες έγραψαν ύμνους, τραγούδια και ποιήματα κι αποθανάτισαν οι γλύπτες κι οι ζωγράφοι σ’ έργα πνοής τούτη τη συμφορά, τον ομαδικό αφανισμό και την ολοκληρωτική καταστροφή του μαρτυρικού τόπου.

Γιατί, ο μακάριος κι ο ανυποψίαστος γίνεται εύκολα υποχείριο σε ιδέες και νεωτερισμούς, ψάχνοντας ίσως να ’βρει κάποιο ενδιαφέρον και κάποιο στόχο, πλήττοντας κι ασφυκτιώντας μέσα στην απόλυτη κι ακίνητη σιγουριά του.

Εύκολα πιστεύει πως κι οι πιο μεγάλες αποκοτιές θα ’ναι για κείνον παιχνίδι, αφού σε δυσκολίες και ζόρια δεν έχει ξαναμπεί κι όλα τα βλέπει απ’ τη μεριά του ευνοημένου και του καλοπερασμένου.

Ζωγραφική: Άγιος Ισίδωρος Συκιάδας Χίου.

Ας ξαναγυρίσω όμως στον Χιοπολίτη Άγιο Ισίδωρο –τον Άγιο Σίδερο που λέμε εμείς- γιατί πρέπει να συμπληρώσω, πως μετά το μαρτύριο και τον εξανδραποδισμό του, βρέθηκε μια χριστιανή κόρη, η Μυρώπη, η οποία αψηφώντας τις εντολές των Ρωμαίων πήγε και περιμάζεψε ό,τι είχε απομείνει από τον μάρτυρα –σαν άλλη Αντιγόνη- και τον ετοίμασε για μια χριστιανική ταφή.

Σκύλιασαν όμως οι ειδωλολάτρες μ’ αυτήν την αποκοτιά της και την εκτέλεσαν μ’ εξίσου εξευτελιστικό τρόπο.

Ύστερα, αφού ξέσπασαν κι εκτόνωσαν την εκδίκησή τους οι σφαγείς κι αποσύρθηκαν να χωνέψουν το αίμα που χόρτασαν, πήγαν κρυφά οι χριστιανοί κι έθαψαν τον Ισίδωρο και τη Μυρώπη σε γειτονικούς τάφους στις  κατακόμβες.

Τούτοι οι τάφοι, που άρχισαν ν’ αναδύουν μύρο ύστερα από καιρό, υπάρχουν ακόμα και μπορεί να τους δει και να τους προσκυνήσει  κανείς αν  κατέβει στις κατακόμβες του Συνοικισμού των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που είναι πίσω από την Παναγιά τη Λέτσαινα.

Αργότερα, η Χριστιανική Εκκλησία ανακήρυξε τους μάρτυρες σε αγίους και συνεορτάζετε η μνήμη τους.  Θεωρούνται δε θαυματουργοί προστάτες του νησιού μας και μεσολαβητές με παρρησία, στις παρακλήσεις των πιστών προς το θείο.

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

(Από το λαογραφικό-αυτοβιογραφικό βιβλίο μου: ‘Λες και ήταν χθές/εκδόσεις Λεξίτυπον,2014).

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.