Το Διήγημα του Σαββάτου|| Ο κύριος Νίκος Καββάδας – Του Μπάμπη Κοιλιάρη

 

Ένα μεσημεράκι του 1986 πέρασε από, το γραφείο μου ο κύριος Νίκος, ο Δημοτικός σύμβουλος. Ήταν 65άρης, μετρίου αναστήματος με άδειους κροτάφους και μεγάλα φρύδια που δεν τα κούρευε ποτέ αν και σκίαζαν τα μικρά αλλά εκφραστικά μάτια του. Καθώς μιλούσε πάντα ανασήκωνε το μουστάκι του, πότε στο μέσο πότε στις άκρες, χαμογελώντας. Καλόκαρδος και ομιλητικός πάντα. Το χειμώνα τυλιγμένος μέσα στην παμπάλαια παλτουδιά του, πάντοτε έπαιρνε μαζί και την ομπρέλα του όπου πήγαινε.

Έλα δω μου λέει. -Ξέρεις τι δουλειά κάνω; Βεβαίως και ήξερα ότι ο κύριος Νίκος ήταν τσαγκάρης. Όμως δεν ζητούσε αυτό. Η ερώτηση ήταν ρητορική. Τότε την δεκαετία του 80 υπήρχαν ακόμα τσαγκάρηδες. Όλοι τους σκυμμένοι πίσω από τους μικρούς ξύλινους πάγκους, γεμάτους με εργαλεία και δέρματα, να κάθονται με τις λερωμένες ποδιές τους και να μαστορεύουν με προσοχή τα παπούτσια του κόσμου. Με τα κάθε λογής εργαλεία τα έκοβαν και τα έραβαν μέχρι που έβρισκαν το κατάλληλο μέγεθος για τον καθένα. Αστεία η ερώτηση. Δίστασα να απαντήσω γιατί το μειδίαμα στα χείλια του ζητούσε μια ανάλογη απάντηση και περίμενα με μια σχετική απορία στο πρόσωπο. Καθώς το σκεπτόμουν τον άκουσα να δίνει την απάντηση ο ίδιος: -Οδηγώ τα βήματα του κόσμου, μου λέει γελώντας ειρωνικά. Και συνέχισε. -Θέλω να έρθεις να ζωγραφίσεις όλα τα εργαλεία μου για να βάλουν σε βιβλίο. Δέχτηκα με χαρά, ξέροντας ότι δεν είχε χρήματα να με πληρώσει αλλά το έκανα για να καταγραφούν όλα και να του κάνω το χατίρι.

Την άλλη μέρα, μετά τη δουλειά πήγα νωρίς νωρίς να βάλω «ευλογητός». Δεν ήξερα πόσο καιρό θα κρατούσε η καταγραφή, μα αν θα τα έβγαζα μονομερίς, ήθελα να έχει φως στο τσαγκαράδικο. Με οδήγησε στο κατάστημά του εκεί στην αρχή της Βενιζέλου. Ανεβήκαμε την απότομη ξύλινη σκάλα με τα πολλά σκαλοπάτια και φτάσαμε στον χώρο του εργαστηρίου. Στο βασίλειο του κυρίου Νίκου. Παντού στοιβαγμένα καλαπόδια , κρεμασμένες τανάλιες και σφυριά. Σουβλιά και φαλτσέτες. Ακόνια και πατρόν για αντρικά και παιδικά παπούτσια. Όλα τακτοποιημένα μεν, αλλά σκονισμένα από την αχρηστία. Έλα.. κάθισε εδώ, μου είπε. -Έφερες τα σύνεργά σου; Πριν καλά -καλά ξεκινήσω να σκιτσάρω τα εργαλεία, το μάτι μου έπεσε σε μια περγαμηνή στον τοίχο. Μια παλιά κορνίζα σκονισμένη κι αυτή όπως όλα τα άλλα. Όμως δε μπορούσα να διακρίνω το γράφει. Εκείνος κατάλαβε τι κοιτούσα, ξεκλείδωσε ένα συρτάρι και μου έβγαλε ένα σταυρό. -Αυτό το χαρτί, μου είπε, γράφει το «γιατί» έχω αυτόν το πολεμικό σταυρό. Αλβανία, Μέση Ανατολή, Ρίμινι…

 

Πράγματι τον είχα δει τις επίσημες μέρες να βαδίζει υπερήφανα μαζί με τους υπόλοιπους τραυματίες και τους συγγενείς των θυμάτων πολέμου και να καταθέτει στεφάνια στο ηρώο. Πρώτος στεκόταν καμαρωτός απέναντι στους επισήμους, όμως τις περισσότερες φορές ήταν μέλος της Φιλαρμονικής μας ορχήστρας. Έπαιζε ένα σχετικά μεγάλο χάλκινο όργανο, που λεγόταν Ευφώνιο και εμπλούτιζε με τους τενόρους ήχους του τα εμβατήρια και την μουσική της Φιλαρμονικής. Αν και του ήταν λίγο κοντό το μπλε πανταλόνι της στολής ουδόλως τον πτοούσε αφού ήταν πάντα συγκεντρωμένος εμπρός, στο χαρτάκι με τις νότες. Ο κύριος Νίκος, παλιό μέλος του Φιλοτεχνικού Ομίλου Χίου πάλευε να κρατήσει ζωντανή την κουλτούρα και τα γράμματα του νησιού καθώς διετέλεσε για πολλά χρόνια ενεργό μέλος του διοικητικού συμβουλίου και έβαλε ένα μεγάλο λιθάρι για την στήριξη του.

«Οδηγώ τα βήματα του κόσμου» μου συνέχισε, αραδιάζοντας ένα – ένα τα εργαλεία του πάνω στον μικρό πάγκο. Κι εγώ όταν τα τελείωνα του ζητούσα κι άλλα. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει και έμπαινε από το δυτικό παράθυρο καθώς ξεγλιστρούσε ανάμεσα από τις στέγες των σπιτιών της Βενιζέλου. Αναγκάστηκα να αλλάξω θέση και συνέχισα μέχρι αργά. Τρεις, τέσσερις, ίσως περισσότερες ώρες μας πήρε να τελειώσουμε. Ευτυχώς που σκοτεινιάζει αργά το καλοκαίρι. Στο τέλος εκείνος ποζάρισε και μου είπε. -Και τώρα θα κάνεις κι εμένα. Έτσι να υπάρχει και η φάτσα μου μαζί με τα σκίτσα των εργαλείων. Έτσι κι έγινε. Τον έβαλα να φορέσει άλλη μια φορά την ποδιά που θα ήταν και η τελευταία του. Την φόρεσε, πήρε ένα παπούτσι και το σφυρί και άρχισε δήθεν να το καρφώνει για να τον ζωγραφίσω εν ώρα εργασίας. Στη συνέχεια έκανα και το πορτραίτο του, κι αυτό μαζί.

Δεν ξέρω πόσο λυπηρό είναι να εγκαταλείπει κανείς τα εργαλεία που τόσα χρόνια είχαν γίνει μέρος του σώματός του. Ήταν το τρίτο του χέρι, το έκτο του δάχτυλο. Όμως αυτά έχει η ζωή. Έρχεται μια εποχή που σου λένε να σταματήσεις κι εσύ αρνείσαι. Τον κύριο Νίκο τον ήξερα από το 1975-76 περίπου, που δούλευα μέσα στην αγορά σε ένα κρεοπωλείο. Είχε το μαγαζί του εκεί δίπλα. Κάτω στο δρόμο. Αργότερα τα ενοίκια ήταν δυσβάσταχτα και αναγκάστηκε να μετακομίσει στα ψηλά. Πάντα ευδιάθετος αλλά σοβαρός, δεν είχε παντρευτεί ποτέ και συντηρούσε την μεγαλύτερη αδελφή του. Είχαμε μια ιδιαίτερη σχέση. Τον έβλεπα σαν συγγενή, σαν το θείο που δεν γύρισε ποτέ από τον πόλεμο. Θα τον θυμάμαι με εκτίμηση.

 

Μπάμπης Κοιλιάρης.

Ζωγράφος, Μαθήματα Σχεδίου Ζωγραφικής, Αγιογραφία & Συντήρηση εικόνων, Θεατρικός Συγγραφέας, Μουσικός.

{Υγ. Τα πρωτότυπα τα πήρε ο αείμνηστος καθηγητής Στέριος Φασουλάκης όμως δεν γνωρίζω τίποτα για την τύχη των σχεδίων ούτε της βιογραφίας του κ. Νίκου}.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.