Το διήγημα του Σαββάτου|| Τα αστέρια της Σαγήνης

Επιμέλεια στήλης: Τασσώ Γαΐλα

Φιλοξενούμενος συγγραφέας : Κώστας Λιάκος.

ΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΣΑΓΗΝΗΣ.

Ι

Μέσα σε μια μουντή και ψυχρή ατμόσφαιρα ένα απόγευμα του Φεβρουαρίου, προβαλε μια σπάνια παρουσία. Ήταν αυτή που έλαμπε από δυο εξαισια μάτια, ενώ το άπλετο τους φως, τρυφερότητα και σαγήνη σκορπουσε. Σαν δίδυμα αστέρια που τα ολολαμπρα τόξα της ομορφιάς, σημαδευαν κατ’ ευθείαν την καρδιά, πλαισιωμενα από τα ολοξανθα μαλλιά, τονίζοντας ένα ηλιογεννητο πρόσωπο. Αυτό της κοπέλας εκείνης που όλη η ομορφιά των τριάντα, περίπου, χρόνων της, θαρρείς και δημιούργησε μια ξεχωριστή σεισμική έκρηξη.

Ο λαιμός της τυλιγμενος από ένα κόκκινο κασκόλ, όπως έπεφτε πάνω στα δύο υπέροχα της στήθη, είχα την αίσθηση, ότι φτεροκοπουσε ανάμεσα τους ο ασυγκρατητος πόθος της νιότης. Το κόκκινο χρώμα σε πλήρη αρμονία με το πρόσωπο της στέκει.

– Καλημέρα, είπε.

Στο άκουσμα της, η λέξη αυτή, σαν στιγμιαία νότα από μια λησμονημενη τερπανδρεια μελωδία αντηχησε. Από εκείνες θαρρείς, που θα μπορούσαν, ίσως και σήμερα, να συμφιλιωσουν και να εξανθρωπισουν την σημερινή ανθρωπότητα.

– Το κορίτσι με το κόκκινο κασκόλ, είπα ενθουσιασμενος.

Απ’τα μάτια της σπιθιζαν οι λάμψεις της εμφυτης ικανοποιησης. Κι αυτό, καθώς έμοιαζαν με εκείνες που αγναντεύει κανείς από το ύψος κάποιας βουνοπλαγιας, σε μια απέραντη ασημογαλαζη θάλασσα.

Ένα σημαντικό κομμάτι ομορφιάς θα πρέπει να υπήρχε πάντα μέσα τους σκέφτηκα. Το σημαντικότερο ίσως. Όπως βουνά γύρω, από ελιές, αμπέλια, λεμονιές. Στο απαλό φύσημα του αέρα, νομίζεις και λάμπουν ικανοποιημενα από τις αχτιδες του ηλιου. Ενώ,  όσες από αυτές πέφτουν στην θάλασσα, με μικρές ασημένιες βαρκούλες φαντάζουν. Σαν το μάτι να σου κλείνουν πονηρα, σε κάθε ανεπαισθητο κυματισμό, για ένα ανευρετο ταξίδι. Εκείνες τις στιγμές φαντάστηκα, πως βρέθηκα σε κάποια χωριά του Ληξουρίου. Τα Δαμουλιανατα και το Ριφι, αντικριζοντας εικόνες που με πίνακες ελαιογραφιας μοιάζουν. Τότε νιώθεις, ότι όλα έχουν μια Θεϊκή Ομορφιά!

– Δώσε μου το χέρι σου, της είπα.

– Μα… Τι συμβαίνει; ρώτησε μ’ ένα αμηχανο χαμόγελο.

– Δώσε μου το χέρι σου και θα δεις. Μην ανησυχείς.

Το έδωσε με κάποιο δισταγμό.

– Πάμε, είπα. Να φύγουμε… Έστω για λίγο. Να βρεθούμε στις απέραντες διαστασεις ενός σπάνιου ονείρου.

 

ΙΙ

 

Ταξιδεύαμε στη λησμονημενη γαλήνη μιας ξεχωριστής θαλάσσιας απεραντοσυνης.

– Είσαι αλήθεια, τόσο ευχαριστημένος μαζί μου;

– Φυσικά. Εσύ; τη ρώτησα.

– Ετσι, όπως ποτέ ως τώρα δεν ένιωσα. Αλλά γιατί με κοιτάς έτσι;

– Κοιτώ τα μάτια σου! Μοιάζουν σαν διδυμα αστέρια, καταφορτα από Ποίηση! και Φως! Ήταν η στιγμή που συγκινημένη, όπως έδειχνε, στην αγκαλιά μου είχε γύρει.

Αργότερα φτάσαμε σ’ ένα χωριό που ένα απο τα στολίδια του Ληξουρίου είναι. Τον Αθερα! Σου δημιουργεί την αίσθηση ότι τα περιορισμενα όρια του, έχουν την απαράμιλλη ικανότητα να δίνουν την εντύπωση μιας έκτασης απεραντης. Βρισκόμαστε στο υπέροχο λιμάνι. Από την ταβέρνα που έχουμε καθίσει, βλέπουμε το εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα απέναντι, σαν προστάτης φρουρός να φαντάζει. Οι ψαροβαρκες στους απαλούς κυματισμούς λικνιζομενες, λες και χορεύουν σ’ ένα ρυθμό, ανάλογο με τους μελωδικους, κεφαλλονιτικους σκοπούς που ακούγονται από το μεγάφωνο. Οι ώρες είναι γλυκοπιοτες! Συντροφιά με την ανάμικτη, μεθυστική μυρωδιά της θαλασσινης αλμυρας, του ουζου και των μεζεδων.

 

ΙΙΙ

 

Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, σαν να ξεχειλιζε μέσα από τα μάτια της. Το κόκκινο κασκόλ γύρω από το λαιμό της, στο πρωινό φύσημα του αέρα με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, με ουράνιο τόξο φάνταζε, τονίζοντας, ακόμα περισσότερο, την γλυκύτητα της υπέροχης παρουσίας της.

– Περάσαμε τόσο όμορφα! Αλλά τώρα πρέπει να φύγουμε, είπε.

 

IV

 

Το καράβι της επιστροφής μας έφερε στις συνθήκες που για να τις αντέξει κανείς, ανάλογη δύναμη και αξιοζήλευτη αναλγησία να διαθέτει πρέπει. Βρεθήκαμε ξανά σε δρόμους από ζωντάνια και κίνηση. Οι θορυβοι από κάθε είδους τροχοφορα, μαζί με το σύγχρονο πλήθος, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που αναντιρρητα, αυτονόητη να θεωρείται πρέπει.

Τα φοβερά πλοκάμια μιας κατασκευασμενης πραγματικότητας, ήδη την τυλιξαν, αρπάζοντας την βίαια, απάνθρωπα.

Άρχισα να τρέχω, όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να την φέρω πάλι κοντά μου. Έβλεπα πόσο ήταν αδύνατο, μα δεν σταμάτησα. Αντίθετα είχα πεισμωσει, τρέχοντας με μάτια πλερια από απελπισία και οργή!

– Θα ξανάρθω, φώναξε.

 

V

 

Βαδιζα μόνος. Με βήματα βαριά, ανάμεσα από τα τεράστια κτίρια που σαν αποκρουστικα πρόσωπα κοιτούσαν σαρκαστικά. Η μορφή όμως του κοριτσιού δεν έφευγε από το νου μου. Εκείνες τις στιγμές σκέφτηκα, πως η βίωση μιας επιβαλλομενης πραγματικότητας, ακόμα δεν είναι αναστρέψιμη.

 

 Υπογραφή: Κώστας Λιάκος.

…………………………………….

Γνώριμος κι αγαπητός της στήλης ‘Το διήγημα του Σαββάτου’ από προηγούμενες δημοσιεύσεις του ο συγγραφέας Κώστας Λιάκος διακρίνετε για την υψηλού επιπέδου ποιότητα των διηγημάτων του για τα οποία άλλωστε  και έχει τιμηθεί αρκετές φορές.

Δοκίμια, διηγήματα και ποιήματα του συχνά φιλοξενούνται στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο. Τον συναντάμε επίσης και στην Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Χάρη Πάτση.

Όλα τα βιβλία του Κώστα Λιάκου κυκλοφορούν εκτός εμπορίου και συνολικά η εργογραφία του περιλαμβάνει εννέα βιβλία εφόσον μόλις προστέθηκε σε αυτήν ακόμη ένας τίτλος που είναι  η δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο : ‘ΓΙΑΤΙ’. Καλοτάξιδο να είναι το βιβλίο του και ελπίζω με την άδεια του σύντομα στην στήλη της ποιήσεως να φιλοξενήσουμε δείγμα της νέας αυτής δουλειάς του.

Ο Κώστας Λιάκος είναι μέλος Ε.Ε.Λ, (Ετ. Ελλ. Λογοτεχνών), Ε.Ε των Ε.Λ(Εθν. Ετ. Των Ελλ. Λογ.) και της Ε.Κ.Σ.(Εταιρεία Κορινθίων Συγγραφέων).

Τον ευχαριστώ για την συμμετοχή στην στήλη.

Κείμενο

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.