ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ. Ο πλάτανος του Δεκαπενταύγουστου. Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας.

Οι αναμνήσεις είναι σαν εκείνες τις μεγάλες πέτρες που καβαλά κανείς σε ολόκληρη τη ζωή του και που όσο αυτή πλησιάζει στο τέρμα της, γίνονται ασήκωτες.

Είχε ρίξει «μαύρη πέτρα» εδώ και 10 χρόνια από τη γενέθλια γη. Από τον Βορά είχε κατέβει στον αφιλόξενο Νότο όπως έλεγε συχνά στους νέους του φίλους στην Πρωτεύουσα.

Άλλωστε τι να τον κρατούσε πλέον εκεί;

Οι γονείς του είχαν αποδημήσει πλέον εις Κύριον. Η σύζυγος (η πρώην του πια) σε άλλες φιλόξενες αγκαλιές, ενώ το μοναχοπαίδι του για να βρει την τύχη του στη γηραιά Αλβιόνα.

Και αυτός εδώ και 10 χρόνια να μετρά κάθε μέρα που θα τον οδηγούσε στη έξοδο από τις μαθητικές αίθουσες, που εδώ και δεκαετίες, δίδασκε τους άλλους, χωρίς ο ίδιος να διδάσκεται.

Πάντως το καθηγητηλίκι είχε και τα «τυχερά» του. Τη δυνατότητα τουλάχιστον το καλοκαίρι και τις διακοπές Χριστουγέννων και Πάσχα να ταξιδεύει και να ξοδεύει τα χρήματά του, εκτός από το να μαζεύει βιβλία στο δυάρι του στο Αιγάλεω, που είχε πια πλημμυρίσει απ’ αυτά.

Και μπορεί το διαζύγιο με την «πρώην πια» (συχνά το τόνιζε αυτό στους άλλους αλλά και στον εαυτό του) να ήταν σχετικά εύκολο, όμως με τις παιδικές μνήμες φάνταζε αδύνατο.

Ίσως έφταιγαν τα πολλά φωτογραφικά άλμπουμ που είχε κουβαλήσει από τον τόπο του. Με εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που είχαν φυλακίσει για πάντα την παιδική και εφηβική του ζωή, που περνούσαν σαν τα κινηματογραφικά Επίκαιρα εικόνες άλλων εποχών, πρόσωπα που από χρόνια έχουν εγκαταλείψει «τον μάταιον τούτον κόσμον».

Πλησίαζε Δεκαπενταύγουστος. Είχε ξεμείνει πάλι στην Αθήνα. Το ταξίδι-διακοπές με εκείνη την ομοιοπαθούσα συναδέλφισσα, κατέληξε σε συμφορά. Η ολιγόμηνη σχέση τους έληξε άδοξα, μιας και τα θέλω της συμπυκνώνονταν σε έναν ακόμη γάμο, ενώ τα δικά του δεν θα άντεχαν σε ένα ακόμη διαζύγιο, γιατί εκεί προέβλεπε από την πρώτη στιγμή ότι θα κατέληγε η δουλειά.

Οι φωτογραφίες ήταν πολλών ετών. Άλλωστε πάντα θυμόταν τον Δεκαπενταύγουστο με το φορτηγό του πατέρα, ολόκληρο το σόι ν’ ανηφορίζει εκείνες τις ζόρικες στροφές της Καστανιάς για να καταλήξει απέναντι στη Μονή της Παναγίας Σουμελά στο κατάφυτο άπλωμα που υπήρχε. Αυτόν όμως τον είχαν «ταγμένο» αλλού, στη Ζωοδόχο Πηγή, όπου μέχρι τα τέλη του Δημοτικού τον εκκλησίαζαν και τον κοινωνούσαν. Όμως όταν τέλειωναν τα θρησκευτικά καθήκοντα τους, ξεκινούσε ο πραγματικός Δεκαπενταύγουστος.

Είχαν επιλέξει έναν μοναδικό, τεράστιο πλάτανο, που ολόκληρο το σόι άπλωνε τις κουρελούδες, έστρωνε τα φαγητά, έφτιαχνε την κούνια για τα παιδιά και ξεκινούσε τη συζήτηση ή το τραγούδι μέχρι αργά το απόγευμα. Και φυσικά η καθιερωμένη οικογενειακή φωτογραφία, άσχετα αν και κάθε χρόνο όλο και κάποιος ή κάποια έφευγε οριστικά από το κάδρο.

Και η συνήθεια αυτή συνεχίστηκε ακόμη και όταν αυτός απέκτησε οικογένεια και συνόδευε τους γέροντες γονείς του-αυτός πια στο τιμόνι του Ι.Χ- και τη δική του οικογένεια. Στο ίδιο πλατάνι, με τις φωτογραφίες πια να έχουν γίνει έγχρωμες.

Έκλεισε το ντοσιέ με τις φωτογραφίες του Δεκαπενταύγουστου. Το είχε πάρει απόφαση. Στα εξήντα του, θα έκανε ένα ταξίδι επιστροφής. Είχε εξασφαλίσει και την αιτία. Θα πήγαινε να δει τα ξαδέλφια του, που εδώ και χρόνια μόνο στο τηλέφωνο μιλούσαν και τους φιλοξενούσε όταν κατέβαιναν στη πρωτεύουσα.

Έφτασε την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου. Η πόλη είχε αλλάξει. Αστική ανάπλαση την ονόμασαν. Οι πολλοί έλειπαν στα γύρω χωριά, όπου είχαν τις δικές τους Παναγιές. Ενώ οι ποντιακής καταγωγής είχαν ήδη αναχωρήσει για τη δική τους, την Παναγία Σουμελά. Από τα ξαδέρφια του έμαθε και για τον νέο δρόμο που είχε φτιαχτεί για να ξεπεραστεί «το μαρτύριο της Καστανιάς», όπως του  τόνισαν.

Ο παλιός δρόμος δεν είχε αλλάξει πολύ. Μία μικρή διαπλάτυνση, λίγα προστατευτικά τοιχία παραπάνω και τίποτε άλλο. Όσο ανέβαινε τόσο του κοβόταν και η ανάσα με τα σιδερένια τέρατα- τις ανεμογεννήτριες- που είχαν αρχίσει να γεμίζουν τις βουνοκορφές του Βερμίου. Είχε δει φωτογραφίες στο διαδίκτυο, όπου η περίφημη Παναγία Σουμελά να έχει ως ντεκόρ της πια τις ανεμογεννήτριες, αλλά δεν το είχε πολυπιστέψει όχι ως γεγονός, αλλά ως μέγεθος…

Το μέρος όπου είχε περάσει χρόνια από τη ζωή του κάθε Δεκαπενταύγουστο, ήταν πια αγνώριστο. Έψαξε για το πλατάνι τους. Δεν υπήρχε πλέον κάτι τέτοιο, ή καλύτερα δεν υπήρχαν και τα γύρω δένδρα που του έφτιαχναν για χρόνια …συντροφιά.

Η τεράστια ανεμογεννήτρια, με τους έλικες της να κινούνται νωχελικά τον προσγείωσε στην σκληρή πραγματικότητα των «Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας». Πλησίασε στη τεράστια βάση της. Έβγαλε από την τσέπη του μία ασπρόμαυρη φωτογραφία της νιότης του και την απόθεσε. Σαν ένα τάμα στο νέο Θεό, που τον ονόμασαν «Πράσινη Ανάπτυξη». Δάκρυσε και έδωσε μία υπόσχεση. Όχι μόνο δεν θα θεωρεί πλέον όσους αντιπαλεύουν τις ανεμογεννήτριες «φαντασμένους και αργόσχολους» αλλά και θα παλέψει με όλες του τις δυνάμεις μαζί τους…

Αλέκος Χατζηκώστας.

………………………………………..

Ο Αλέκος Χατζηκώστας είναι Δημοσιογράφος και εκδότης της εφημερίδας «Η Άλλη Άποψη της Ημαθίας» και του alli-apopsi.gr.

Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και site εδώ και δεκαετίες, ενώ έχει συμμετάσχει με εισηγήσεις σε μια σειρά ιστορικά συνέδρια και ημερίδες.

Έχει εκδώσει 9 βιβλία και συμμετέχει σε συλλογικούς τόμους ενώ στα τέλη του 2019 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή: ’Μακρινή παρουσία’ /εκδόσεις άλφα πί -Χίος.

Φωτογραφία διηγήματος: Διαδίκτυο.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.