Η πιο καλή συναναστροφή… Γράφει η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

 

 

Από παιδί, η καλύτερή μου ήταν να ξαπλώνω μες στις ψηλοτάβανες κάμαρες με τους χοντρούς πέτρινους τοίχους του σπιτιού μας, που δεν τους διαπερνά μήτε κρύο μήτε ζέστη, με τα παραθυρόφυλλα μισογερτά – φάκα λέμε στη Χίο – και μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, να ταξιδεύω παρέα με τον Γκιούλιβερ στη χώρα των Λιλιπούτειων και με τον Ροβινσώνα και τον Παρασκευά να εξερευνώ παρθένα δάση σε άγνωστα νησιά τροπικά, δρώντας έτσι έντονα με την φαντασία μου, χωρίς όμως κανένα σωματικό κόπο που θα μ’ έκαμνε να ζεσταίνομαι και να ιδρώνω ενοχλητικά.

Με τους συντρόφους του Οδυσσέα έκαμνα, επίσης, καλή παρέα και ζούσα τις περιπέτειές τους, ρουφώντας αχόρταγα τις πολύχρωμες εικόνες μέσα στα περίφημα Κλασσικά Εικονογραφημένα.  Ήμουνα και στο πλάι του Ηρακλή σαν έκαμνε τους άθλους του, μα και με τον Θησέα συμπορευόμουνα, χειροκροτώντας την εξόντωση του Προκρούστη και του Μινώταυρου τον εξευτελισμό.

Διασκεδάζοντας, λοιπόν, μάθαινα συγχρόνως, αλλά πολύ ευκολότερα και ξεκούραστα, πράγματα που θα ήμουν υποχρεωμένη αργότερα να μάθω στο σχολείο.  Δεν λέω πως δεν μ’ ενθουσίαζαν βέβαια και τα κατορθώματα του Ταρζάν στη ζούγκλα και πως δεν διασκέδαζα με τα καμώματα του μικρού αραπάκου, του Ποκοπίκου και της αγαπημένης του χοντρής αραπινούλας, της Χουχούς., που μου απαγόρευε να διαβάζω η μαμά, επειδή, λέει,  ήταν «ελαφρά».

Ούτε τότε, μα ούτε και τώρα δεν την παραδέχομαι αυτήν την άποψη, μια κι   εκείνες οι απίθανες περιγραφές και οι υπερβολές κέντριζαν τη φαντασία μου και συγχρόνως με διασκέδαζαν.  Η διασκέδαση, πιστεύω, είναι δώρο απαραίτητο που πρέπει να το κάνει κανείς στον εαυτό του για ν’ αντέχει στη δουλειά, στις υποχρεώσεις και στα καθήκοντα.  Είναι σαν τη ζάχαρη που δίνουν στ’ άλογα του τσίρκου μόλις τελειώσουν το νούμερό τους.  Κι όποιος δεν παίρνει έστω και μια ελάχιστη ανταμοιβή για τους κόπους του, πώς ν’ αντέξει να συνεχίσει;

Η μανούλα, όμως, περιφρονούσε το ρηχό τους περιεχόμενο και μ’ αγόραζε βιβλία που η αλήθεια είναι πως μου ‘διναν ουσιαστικές γνώσεις κι επιπλέον με διασκέδαζαν,  προκαλώντας μου το ενδιαφέρον με περιγραφές για περιπέτειες και άγνωστους κόσμους, με αποτέλεσμα να τα ρουφώ, κυριολεκτικά, όλα.  Μερικά απ’ αυτά τα πολυδιαβασμένα βιβλία με τα χοντρά γυαλιστερά πολύχρωμα εξώφυλλα και τις κιτρινισμένες σελίδες βρίσκονται ακόμη στη βιβλιοθήκη μου κι άλλα πάλι έπεσαν ηρωικά στα χέρια των επιγόνων κι εξανδραποδίστηκαν, δυστυχώς.

Έτσι ξεκίνησα, θυμάμαι, να διαβάζω λογοτεχνία, από το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορα Μαλό, που μπορεί να το ‘χα διαβάσει τότε κι εκατό φορές κι ήταν το αγαπημένο μου, ίσως γιατί μ’ έκανε να αισθάνομαι πανευτυχής, αφού εγώ είχα και απολάμβανα την ασφάλεια και τη στοργή της δικής μου οικογένειας.

Ο Ιούλιος Βέρν μου χάρισε ατέλειωτες ώρες έξαρσης, αδημονίας, αγωνίας και απόλαυσης κι ο Βίκτωρ Ουγκό με τον «Άνθρωπο που γελά» και την «Παναγία των Παρισίων» μου ‘φερνε ρίγη φόβου για κόσμους και χώρες μακρινές, πολυπρόσωπες και απρόσωπες πολιτείες, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη δεν λογαριαζόταν κι όπου η ζωή του ανθρώπου πουλιόταν κι αγοράζονταν, καλή ώρα σαν σήμερα.

Αργότερα, ήλθε ο Κρόνιν να μου πει πως όλοι οι έφηβοι, σ’ όλη τη γη, έχουν τις ίδιες ανησυχίες, τα ίδια όνειρα και τις ίδιες προσδοκίες με μένα κι η Περλ Μπακ να ξεδιπλώσει μπρος στα μάτια μου τους κόσμους της Ανατολής και να με συναρπάσει.  Η Πηνελόπη Δέλτα να μου ανιστορήσει κομμάτια απ’ την πρόσφατη ιστορία, μα και τον άγιο αγώνα ηρώων ισάξιων των αρχαίων μας προγόνων, ο Καρκαβίτσας να μου περιγράψει γλαφυρά τη σκληρή ζωή των θαλασσινών και των νησιών μας, ο Παπαδιαμάντης να με διδάξει λέξεις και τεχνάσματα της γλώσσας αδοκίμαστα μα εμπνευσμένα, ο Μυριβήλης να υμνήσει λυρικά έρωτες δυνατούς κι αμαρτήματα του πνεύματος που βασανίζουν την σάρκα την αδάμαστη.

Ο Παλαμάς, ο Πορφύρας, ο Βαλαωρίτης μου ‘μαθαν πιο ύστερα πως μέσα στον ρυθμό βρίσκει κανείς την ανάπαυση της αγωνίας που νανουρίζεται και ξεχνιέται απαγγέλλοντας και πως ό,τι ακούει κανείς κι ό,τι αισθάνεται είναι το «ποίημα» της Ζωής που τραγουδάει συνέχεια, μέσα στο κλάμα του μωρού, το κελάηδισμα του αηδονιού, το κελάρυσμα του νερού και τη βοή του ανέμου.

Ο Ντοστογιέφσκι κι ο Τόλστόι με σύστησαν μετά σ’ ανθρώπους που η πίκρα κι η αγωνία τους αιματοκύλισαν και γκρέμισαν τα κατεστημένα και μ’ έβαλαν κι εμένα σε   καινούρια δύσβατα μονοπάτια, όσα πρέπει κανείς να διαβεί για να γνωρίσει την ψυχή του, αυτήν την άγνωστη!

Ο Σαμαράκης, η Φρανσουάζ Σαγκάν, ο Λουντέμης, ο Χέμινγουεϊ μου φανέρωσαν την απόγνωση και την κατάντια της κοινωνίας που με γέννησε και μ’ ανάθρεψε κι αργότερα, πολύ αργότερα, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Εμπειρίκος, ο Καμύ, ο Φουκώ, ο Νίτσε αγρίεψαν ακόμη πιότερο την αγανάχτησή μου γι’ αυτό που δεν μπορούσα να κατακτήσω και να τιθασεύσω εντός μου, αυτό που πραγματικά  πεινούσε και διψούσε κι όμως δεν τ’ ομολογούσε.

Έτσι περνούσαμε, λοιπόν, με καλή συντροφιά τις ώρες της σιέστας κι ύστερα, μόλις το δειλινό απάλυνε τη φανταχτερή κι επιδεικτική ακολασία του Απόλλωνα, που, κουρασμένος πια, οδηγούσε το άρμα του το αστραφτερό ν’ αναπαυθεί, ξετρυπώναμε ένας-ένας στις αυλές και στους δρόμους της γειτονιάς, έτοιμοι για δράση και ανυπόμονοι για παιχνίδι, παιχνίδι και πάλι παιχνίδι και μέχρι αργά κάθε βράδυ προσπαθούσαμε να κερδίσομε ώρες συναναστροφής, σαν να μην χορταίναμε ποτέ τη λευτεριά και τη σχόλη του καλοκαιριού.

Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου.

Συγγραφέας-ποιήτρια.

(Απόσπασμα από το βιβλίο μου:ΛΕΣ ΚΑΙ ΗΤΑΝ ΧΘΕΣ εκδόσεις Λεξίτυπον 2014).

Πίνακας ζωγραφικής: Henriette Broune(ομάδα Τέχνης pop-art).

 

 

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.