Το πρωινό εκείνο του Σεπτέμβρη, ένας από τους δρόμους της – αγαπημένης πάντα – Νέας Σμύρνης, παρουσίασε μιά όψη διαφορετική.
Υποχώρησαν τα σκούρα καταθλιπτικά χρώματα της σύγχρονης ατμόσφαιρας, μπροστά σε μιά ηλιοφώτιστη, ρόδινη παρουσία.
Βγαίνοντας από την πόρτα του σπιτιού ο ασπρομάλλης άντρας, είδε το αγέρωχο βάδισμα της κοπέλας σε πλήρη αρμονία με την αισθησιακή της θωριά.
Από τα μάτια της, καθώς περνούσε από κοντά του, δεν πέρασε απαρατήρητο ένα αδιόρατο χαμόγελο. Προφανώς, αυτό που προσπάθησε να κρύψει και να μη γίνει αντιληπτή η έμφυτη ικανοποίηση.
Η ανοιχτόχρωμη μπλούζα της αποκάλυπτε ένα στήθος, καθώς σε κάθε βήμα, είχες την έντονη αίσθηση πώς δύο δίδυμοι χυμώδεις καρποί θα ξεχειλίσουν ασυγκράτητοι, δίνοντας ζωή σε μιά άνυδρη γη.
Το μακρύ φουστάνι στο απαλό φύσημα του αέρα, κατάφορτο από κόκκινα τριαντάφυλλα και χρυσογάλανα χρώματα, φάνταζε με σημαία που ανέμιζε – εκείνες τις στιγμές – η ομορφιά της φύσης.
Ένα μέρος από τη μέση της ήταν ακάλυπτο. Αυτό έκανε τον ασπρομάλλη άντρα να φανταστεί, πώς πρόκειται για ένα κορμί που σφύζει από νιάτα και πόθο.
Η διαφάνεια του φουστανιού αποκάλυπτε το μαύρο εσώρουχο της, τονίζοντας τις χειμώδεις περιφέρειες της.
Δημιούργησε αυτή η παρουσία και κάποιους υπερβολικούς – έστω – συλλογισμούς. “Ίσως να είναι κάποια σημερινή καρυάτιδα. Δημιούργημα ίσως, κάποιου ηφαιστειακού θαρρείς, θεού. Μιά νέα “Πανδώρα”, που σχέση καμιά δεν έχει με δεινά και πίκρες. Μιά αισθησιακή παρουσία, προερχόμενη από τις πιο ευλογημένες δημιουργικές στιγμές της Θείας Μεγαλοσύνης. Από αυτές που δημιουργούν αντάρα σε νου και καρδιά, αλλά πίκρα όμως, σαν ο πόθος μένει ανεκπλήρωτος”.
Κώστας Λιάκος.
(μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Κορινθίων Συγγραφέων).