Διήγημα| Η πόλη μου “αλλιώς” του Κώστα Βασιλάκου

Tο Διήγημα του Σαββάτου.

Φιλοξενούμενος συγγραφέας ο Κώστας Βασιλάκος.

Τίτλος:

Η πόλη μου, αλλιώς

Φθινοπωριάτικο πρωινό, μ΄ ένα αεράκι που με χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο   και έναν σκιερό ουρανό που με συνοδεύει, αντάμα με μια θλίψη απροσδιόριστη.

Οι αχτίδες ξετρυπώνουν και χάνονται σε ένα αδιάκοπο κρυφτό με τα σύννεφα πάνω  από τ΄ αδιάφορα βλέμματα, τα βυθισμένα στα καθημερινά βήματα της συνήθειας.

Κατηφορίζω την 3η Σεπτεμβρίου με την αισιοδοξία και τη χαρά μιας καινούργιας μέρας. Απρόσμενες συναντήσεις και εικόνες μού αλλάζουν πολύ γρήγορα τη διάθεση.

Στο ύψος των οδών Πολυτεχνείου και Μάρνης, νέα παιδιά πεσμένα στα πεζοδρόμια προσφέρουν τα νιάτα και τη ζωή τους στον Άδη. Βλέπω την ανταλλαγή των ανεκπλήρωτων ονείρων με μια ψευδαίσθηση ευτυχίας που οδηγεί στον εξευτελισμό του ανθρώπου, και στην εξαΰλωση των ζωντανών κυττάρων. Με τρομάζει αυτή  η εξοικείωση με το θάνατο, αγανακτώ που οι ζωές των νέων ανθρώπων γίνονται επικερδές εμπόριο στα σαγόνια του αδηφάγου καπιταλισμού.

Στην πλατεία Λαυρίου, γυναίκες περιφέρουν το κορμί τους στην υπαίθρια βιτρίνα προβάλλοντας τη σάρκα προς άγρα πελατών. Ανήσυχες από την αναδουλειά, εισπνέουν ηδονικά τον καπνό από τα τσιγάρα που ξεβάφουν τα κατακόκκινα χείλη. Τα ψηλά τακούνια παραπατούν στις λασπωμένες πλάκες που μυρίζουν εγκατάλειψη. Η τσάντα στον ώμο ταλαντεύεται με μοναδικό περιεχόμενο τ΄ απαραίτητα αξεσουάρ για το φτιασίδωμα του χαμόγελου στο ραγισμένο καθρέφτη. Οι ψυχές σέρνονται κατάχαμα από ανάγκη και φόβο, και τα κορμιά σβήνουν τον πόθο των ανδρών, τον ιδρώτα και τις μεθυσμένες ανάσες τους.

Η Ομόνοια με τις υπαίθριες καφετέριες γεμάτες ανέργους που ξεγελάνε τις άδειες ώρες και ρουφάνε σταλαγματιά – σταλαγματιά τα όνειρα, μη τυχόν και δραπετεύσει η ενέργεια που κρύβουν στα έγκατά τους.

Λίγα μέτρα πιο εκεί, στην Πανεπιστημίου, η ντουντούκα καλεί σε συμπόρευση  και αλληλεγγύη. Ένα τεράστιο κόκκινο πανό μπροστάρης στο κάλεσμα για αγώνα. Σε μικρότερη των πενήντα μέτρων απόσταση, η αντίθεση που πληγώνει και μουδιάζει τη σκέψη για το αύριο.

Στην Αιόλου απολαμβάνω την βόλτα με θέα τον ιερό βράχο και τις διακριτικές παραινέσεις των καταστηματαρχών για μια επίσκεψη και μια ματιά στα εμπορεύματα που μήνες τώρα είναι στοκαρισμένα στα ράφια και η σκόνη αλλοιώνει τη λάμψη τους.

Σταματώ στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, ένα κεράκι για την υγεία όλων,  κι άλλο ένα στη μνήμη των αγαπημένων που έφυγαν.                                                       Απέξω χέρια απλωμένα ζητούν ελεημοσύνη, άλλοι από ανάγκη και άλλοι πονηρά σκεπτόμενοι, «τι σόι Χριστιανοί είναι αυτοί που μπαίνουν στο Ναό … δεν μπορεί … κάτι θα δώσουν και σ΄ εμάς».

Στο Μοναστηράκι, μια ανάσα στην πολύχρωμη πλατεία που υποδέχεται τους επιβάτες  του μετρό και τους τουρίστες από κάθε γωνιά της γης.

Ένας κόμβος πολιτισμού εκεί που αγκαλιάζονται Ερμού, Αθηνάς, Ηφαίστου και Πανδρόσου κάτω από το βλέμμα της Ακρόπολης που μας καλεί εκεί ψηλά,  να επισκεφτούμε, να θαυμάσουμε, και να υποκλιθούμε στο μεγαλείο του Ερεχθείου και του Παρθενώνα.

Ακολουθώ την Ηφαίστου και όπως κάθε φορά καταλήγω στην πλατεία Αβησσυνίας. Με τις ώρες χαζεύω παλιά αντικείμενα μιας άλλης εποχής που με γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω. Παλιές φωτογραφίες, μια ραπτομηχανή SINGER πιο κει, σαν αυτή  που μπάλωνε η συγχωρεμένη η μάνα μου τα τρύπια ρούχα της ανέχειας, ένα παλιό ραδιόφωνο Telefunken που με ταξίδευε σε κόσμους μαγικούς και μια ασπρόμαυρη τηλεόραση URANIA που έχυνε στα αθώα μάτια μου όλο τον πλανήτη. Ένα σκαλιστό ξύλινο τραπέζι σαν αυτό που είχαμε στη σάλα για τις επίσημες μέρες στολισμένο για τους καλεσμένους.

Κάθε φορά που ρουφάω όμορφα χρόνια, λιμνάζουν στα μάτια μου οι αναμνήσεις.

Τις πιο πολλές φορές συνεχίζω από την Αδριανού και ανεβαίνω προς την Πλάκα  και  τη Κυδαθηναίων, όμως σήμερα έχω τη διάθεση να περπατήσω το Ιστορικό κέντρο.

Κατεβαίνω παράλληλα με τις γραμμές του τραίνου και φτάνω στο σταθμό του Θησείου. Πάγκοι απλωμένοι με παλιά κομπολόγια, νομίσματα, βιβλία.

Κυριολεκτικά χώνομαι στα παλιά βιβλία, που με το ξεφύλλισμα οι αχνές αράδες με τα μισοσβησμένα γράμματα με ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο, αλλά και στους ανοιχτούς ορίζοντες του μέλλοντος.

Με συνεπαίρνει η μυρωδιά της παλιάς σελίδας που την έχει νοτίσει η πολυκαιρία Πάρα δίπλα χειρόγραφα κείμενα που θαρρείς πως ακόμα στάζει μελάνι από το μελανοδοχείο αφήνοντας που και που μια μικρή μουντζουριά στην καρδιά τους, σαν μια μικρή λαβωματιά στη καλλιγραφία της σελίδας.

Ανεβαίνω την Αποστόλου Παύλου και την Διονυσίου Αρεοπαγίτου με το βλέμμα ψηλά στο φως που λούζει τους κίονες και αντανακλά την ομορφιά του πνεύματος  και της τέχνης. Νιώθω ότι είμαι από τους τυχερούς της γης, που έχω τη δυνατότητα μ΄ έναν περίπατο ν΄ανασαίνω και να μεθάω από τους διαλογισμούς  και τις περπατησιές των σοφών.

Στ΄ αριστερά μου το Ηρώδειο και στο βάθος δεξιά το σύγχρονο Μουσείο που ευλαβικά φυλάει μέσα του αιώνες πολιτισμού. Φτάνω στις στήλες του Ολυμπίου Διός και από εκεί στο Σύνταγμα.

Βλέπω την Ερμού που ως την Καπνικαρέα κυματίζει ένα πολύχρωμο πλήθος  που μετακινείται αργά προς όλες τις κατευθύνσεις. Εδώ είναι η προβολή μιας επίπλαστης ευημερίας που νιώθεις ότι την ευλογεί και την έχει υπό την σκέπη της  η επιβλητική Βουλή. Καθόλου τυχαίος συμβολισμός, αφού δίνει την υπόσχεση  ότι η ευτυχία βρίσκεται στις ακριβές αγορές. Λίγοι πιστεύουνε και ακόμα πιο λίγοι βουτάνε στα άδυτα της ψυχής   να ντύσουν με ομορφιά τον άνθρωπο.

Χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνω τα μάτια μου από τις εμπορικές φίρμες  της  παγκοσμιοποιημένης  οικονομίας .Σε δυο βήματα κουβαλάω την άδεια Σταδίου  από κόσμο και καταστήματα στα μάτια μου και την ηχορύπανση των αυτοκινήτων   στ΄ αυτιά μου. Η μελαγχολία των λουκέτων και τα κατεβασμένα ρολά συντροφεύουν  τις μαύρες σκέψεις για το μέλλον αυτής της χώρας.

Οι ταμπέλες «κλειστόν», «πωλείται», «ενοικιάζεται» πλειστηριασμός, πένθιμα αγγελτήρια που ενημερώνουν για την ταφή της ευημερίας και των κοινωνικών κατακτήσεων.

Η αποδόμηση του εργατικού κινήματος σε πλήρη εξέλιξη, για ανάσταση της ανθρωπιάς ούτε λόγος στην παρούσα χρονική περίοδο.

Οργίζομαι, όταν σκέπτομαι ότι οι επί αιώνες οι αγώνες των λαών για αξιοπρέπεια, ελευθερία και δικαιοσύνη διαγράφονται μέσα σε λίγα χρόνια από τους ανεπάγγελτους κοντυλοφόρους και, τι ειρωνεία, για τη «σωτηρία» μας, ενώ οι πλούσιοι αυξάνουν  την περιουσία τους και οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι.

Μα και η Πατησίων ντυμένη ερήμωση και τρομαγμένους μετανάστες που κουβαλάνε  τους μπόγους με την πραμάτεια σα νεογέννητα μωρά. Σπρώχνουν τα καροτσάκια με τα υλικά ανακύκλωσης και ο φόβος της παράνομης διαμονής τους καρτερά  σε κάθε γωνιά, γιατί το πράσινο της ελπίδας σκουριάζει και θαμπώνει στα συρτάρια φθαρμένων και ανάλγητων ψυχών.

Στο καφέ του Μουσείου κάνω τον απολογισμό αυτού του μικρού οδοιπορικού.

Μονολογώ φωναχτά και τα περίεργα βλέμματα μου δείχνουν μια απρόσμενη συμπάθεια. Οι άνθρωποι έχασαν το χαμόγελο, την αισιοδοξία, την ελπίδα.

Περπατούν σκυφτοί, αμήχανοι, και οι σκέψεις τους ταξιδεύουν ανάμεσα στα χρώματα  των φαναριών, στα κορναρίσματα των αυτοκινήτων                               και τις ανάγκες βιοπορισμού που φτερουγίζουν στο βουβό πλήθος.

-Πώς καταντήσανε έτσι τη χώρα μας και φυλακίσανε τα όνειρά μας;

– Γιατί συναινούμε στη λήθη της ύπαρξής μας και στην ανυπαρξία της ζωής μας;

– Μια σπίθα, μωρέ, είναι αρκετή για να δροσιστούν οι καρδιέs.

Πιάστε πάλι τα γκέμια του ονείρου, η ζωή είναι αγώνας.

 

Συγγραφέας: Κώστας Βασιλάκος.

…………………………………….

Αγώνας λοιπόν-σύμφωνα με τον συγγραφέα- η ζωή, η κομματιασμένη ζωή των Νεοελλήνων, και συμβολικά το κείμενο του Κώστα Βασιλάκου συνοδεύει πίνακας ζωγραφικής του ‘δικού’ μας του διακεκριμένου Χιώτη εικαστικού, ζωγράφου και δασκάλου ζωγραφικής Μπάμπη Κοιλιάρη, από την σειρά δημιουργιών του με τίτλο: Σπασμένα καράβια.

Κώστας Βασιλάκος , ο σημαντικός μας ποιητής που πρόσφατα φιλοξένησε η στήλη Ποίηση με επιτυχία και με  το ποίημα του ‘Ονείρου Απόπλους’ ενώ σήμερα έχουμε την τιμή και την χαρά να τον φιλοξενούμε στην στήλη του Διηγήματος.

Ξεκινώντας να διαβάζω το κείμενο γύρισα πολλά χρόνια πίσω και στην συλλογή χρονογραφημάτων του Παύλου Νιρβάνα όπου σε ένα χρονογράφημα του ο  κλασσικός λόγιος μας περιγράφει …ένα πρωινό του στην Αθήνα. Όπως σήμερα ο Κ. Βασιλάκος. Με αυτό δεν εννοώ ότι ο Βασιλάκος αντέγραψε ή μιμήθηκε τον Νιρβάνα. Απλά θέλω να πω ότι και το κείμενο του Βασιλάκου είναι εξ ίσου δυνατό με του Νιρβάνα -μετρ του χρονογραφήματος- και σαφώς μπορεί να καταταγεί σε αυτό το είδος λόγου, στο Χρονογράφημα .

Ο Νιρβάνας (1866-1937) –έναν αιώνα πριν-  μας περιγράφει μια Αθήνα του… 2017(!) κι ο Βασιλάκος μια Αθήνα του; Κάποτε ένας άλλος κριτικός θα μιλάει για την διαχρονικότητα του Βασιλάκου όπως εγώ τώρα σας επισημαίνω αυτήν του Νιρβάνα… Σαφώς καθόλου ευχάριστο για τον τόπο μας γεγονός η καταγραφή της στασιμότητας της χώρας στο μηδέν από δύο συγγραφείς – σχολιαστές δύο διαφορετικών αιώνων…

Διήγημα σε πρώτο πρόσωπο ή και χρονογράφημα, το κείμενο του Κώστα Βασιλάκου ‘σκοτώνει’ χωρίς μαχαίρι, ‘προτρέπει’ χωρίς κραυγές…

Ο Κώστας Βασιλάκος που αγαπά ιδιαίτερα την Χίο και σύντομα θα τον έχουμε πάλι κοντά μας αρωγό στην ανέλιξη της λογοτεχνικής στήλης μας, πρόσφατα κυκλοφόρησε την ποιητική του συλλογή ‘Το Ω των Ωκεανών’/εκδόσεις Σοκόλη ενώ μας ενημέρωσε ότι στα άμεσα σχέδια του είναι και η κυκλοφορία μιας νέας σειράς διηγημάτων του.

Ευχαριστώ και τους δύο δημιουργούς Κώστα Βασιλάκο και Μπάμπη Κοιλιάρη για την συμμετοχή τους στην στήλη. Υπόχρεη.

Ζωγραφιά Μπάμπη Κοιλιάρη από την σειρά έργων του: Σπασμένα Καράβια.

Επιμέλεια στήλης.

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

 

 

 

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.