Και οι ελίτ τον χαβά τους

του Βύρωνα Γ. Πολύδωρα

Δεν επικαλούμαι την πείρα μου. Μοιράζομαι μαζί σας την άγρυπνη παρατηρητικότητά μου. Βλέπω στις σχάρες του υπόγειου σιδηρόδρομου της Νέας Υόρκης, στο Μανχάτταν συγκεκριμένα και ακόμα πιο τραγικά – για την ειρωνεία του παραδείγματος – δίπλα στη Γουόλ Στριτ, δηλαδή, δίπλα στο κέντρο της παγκόσμιας χρηματιστηριακής οικονομίας, ανθρώπους να στριμώχνονται εκεί για να πιάσουν θέση να ζεσταθούν. Είναι ζεστός ο ατμός που βγαίνει από τις σχάρες. Φορούν μακριά τριμμένα και σκισμένα παλτά, σαν αυτά που εικονογραφεί ο Τσαρλς Ντίκενς στην περιγραφή των αντιθέσεων της βιομηχανικής επανάστασης των αρχών του 19ου αιώνα στο Λονδίνο, και μάλλινους πλεχτούς σκούφους. Από τις εικονογραφήσεις του Ντίκενς είναι αλήθεια πως δεν λείπουν οι χονδροί προγάστορες πλούσιοι της εποχής που φορούσαν εκείνα τα ημίψηλα καπέλα και κάτι παπούτσια με χονδρές ασημένιες αγκράφες. Ας είναι. Παπούτσια σινιέ αθλητικά στο χρώμα της βρώμας φορούν σήμερα. Νόμιζα πως ο πολιτισμένος, που τον λένε πονηρά και αμφίσημα ανεπτυγμένο, άνθρωπος θα είχε, μετά από 200 χρόνια από τότε, και ύστερα από δύο παγκόσμιους πολέμους και δύο ατομικές βόμβες να δείχνουν την ισχύ της κόλασης που κρατούσαν στην κοιλιά τους. Και μετά από τόση και τέτοια παραγωγή και συσσώρευση (στους λίγους) πλούτου, θα είχε αφήσει πίσω του αμετάκλητα τέτοιες τραγικές σκηνές. Πώς δεν θα υπήρχαν άστεγοι και άνεργοι. Και πεινασμένοι στους κάδους των σκουπιδιών. Δεν υπάρχει πιο απάνθρωπη σκηνή από αυτή. Και δεν υπάρχει πιο κυνική και βάρβαρη – ούτε στα άγρια θηρία της ζούγκλας δεν τη συναντάς – ιδέα που θέλουν να μας επιβάλλουν σαν νομοτέλεια (του νεοφιλελευθερισμού, εννοείται) τάχα οι διάφορες ελίτ, της οικονομίας, της πολιτικής, της ακαδημίας, ότι έτσι είναι ή και ακόμη χειρότερα, έτσι θα’πρεπε να είναι. Δικάζοντας, ταυτόχρονα τους δυστυχισμένους σαν αξιοτιμώρητους ως υπαίτιους για τη δυστυχία τους. Μόνον η δική μας ποίηση και το λαϊκό μας τραγούδι επιφυλάσσει έναν τρυφερό και παρηγορητικό λόγο για τους απόκληρους της ζωής.

Καθώς μοιράζομαι μαζί σας αυτά που βλέπω στις πρωτεύουσες της Ευρώπης με την μεταμφιεσμένη ευμάρεια (disguised prosperity), στη Μαδρίτη όλες οι πλατείες είναι κατειλημμένες από τους άστεγους και πένητες. Μόνον γύρω από το παλάτι είναι καθαρά και δεν συναντάς αστέγους γιατί η αστυνομία δεν επιτρέπει εγκατάσταση και σκηνές εκεί.
Στο Παρίσι «του φωτός» όλες οι γειτονιές (quartiers) είναι πλήρεις από αστέγους και ζητιάνους. Υπολογίζουν πως πάνω από τέσσερα εκατομμύρια Γάλλοι (δηλαδή πάνω από 10%) είναι άστεγοι ή μένουν σε απαράδεκτα καταλύματα. Ακόμη, τρία εκατομμύρια ακίνητα μένουν άδεια λόγω της ακρίβειας των μισθωμάτων. Όταν ανατρέπεται ο νόμος προσφοράς-ζήτησης ακολουθεί ο νόμος της δυστυχίας και του μίσους. Το σκέφτηκαν ποτέ αυτό οι λογιστικοί υπολογιστές (τα golden boys) του καπιταλισμού;

Και στην «πρωτεύουσα» της Ευρώπης, στο Βερολίνο, η κατάσταση είναι ίδια. Σ’όλους τους σταθμούς του μετρό και του σιδηροδρόμου βλέπεις άστεγους επαίτες. Και στην Αλεξάντερπλατς και όπου υψώνονται τα πολυώροφα κτήρια γραφείων και ακριβών ξενοδοχείων δεν λείπουν οι άστεγοι και οι περιπλανώμενοι επαίτες. Μόνον επαίτες; Μήπως αυτοί οι δυστυχισμένοι φυτρώνουν παντού σαν «ISO contrast» για να τονίζουν την ανωτερότητα των πλουσίων; Βέβαια, οι πρακτικοί νόες των Γερμανών αξιοποίησαν ορθολογικά (ίσως και νεο-Καντιανά) την περίπτωση, μετατρέποντας τη δυστυχία σε ευκαιρία, κατά διασκευή του άλλου ψυχρού συνθήματος: «να κάνουμε την κρίση, ευκαιρία». Κι έφτιαξαν προγράμματα με άστεγους να ξεναγούν τουρίστες στη «σκοτεινή πλευρά» του Βερολίνου όπου το σύγχρονο περιθώριο ζει και βασιλεύει. Χωρίς ελπίδα.

Θα κλείσω το παρόν σημείωμα με μια αναφορά σε μια σπουδαία Αγγλίδα ποιήτρια της Βικτοριανής εποχής, την Ελισάβετ Μπάρρετ Μπράουνινγκ (1806-1861). Γράφει σ’ένα ποίημα-διαμαρτυρία της για τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, στις οποίες υπέβαλαν τα παιδιά στα εργοστάσια της βιομηχανικής επανάστασης, που ετιτλοφορείτο «Το κλάμα των παιδιών» «The cry of the children». Που εισάγεται μάλιστα μ’ένα στίχο από τη Μήδεια του Ευριπίδη. Νόμιζα πως οι εικόνες που περιγράφονται σ’αυτό θα είχαν εκλείψει. Μέχρι που είδα πρόσφατα στη τηλεόραση τα «σκλαβάκια» της σοκολάτας στην Αφρική, τις συνθήκες εργασίας στις φυτείες του κακάο και τον τόπο ζωής-επιβίωσής τους. Και έφριξα. Κατά τα λοιπά, οι maîtres της προπαγάνδας προσπαθούν να μας πείσουν πως προχωρούμε μπροστά. Και οι elit το χαβά τους. Κηρύγματα προσχηματικής δημοκρατίας και εμμονικής προάσπισης των συμφερόντων και των κεκτημένων τους!

Άρθρο του Βύρωνα Γ. Πολύδωρα στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.