Α, ρε Βασίλη
Το πούλμαν μας πέρασε μέσα από σαράντα βαθμούς μεσημεριανή ντάλα μέχρι το νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου. Απ’ τη γειτονιά μας ειδοποίησαν ότι ‘έβαλαν’ πούλμαν για το ξόδι του κυρ-Βασίλη. Καμιά εικοσιπενταριά άτομα φαίνονταν όλοι γνωστοί μεταξύ τους, όχι συγενείς. Απλοί άνθρωποι, οι περισσότεροι γέροντες.
«Πόσο ήταν ο Βασίλης;»
« Στα ογδονταεφτά γεμάτα, σωστός, παληκάρι.»
Ένοιωσα λίγο ξένος ανάμεσα τους, έμεινα σιωπηλός κι αποφάσισα να στριμωχτώ στο κάθιοσμα μου με το πρόσωπο στο τζάμι. Δεν κοίταζα γύρω, μόνο αυτά που στου μυαλού μου τον καθρέπτη έβλεπα. Τον κυρ-Βασίλη με το ίδιο το γκρίζο του κοστουμάκι, κοντό, κυρτωμένο το κορμί με το μέτωπο ψηλά.
Μοναχός, εργένης, στη γκαρσονιέρα του να ποτίζει τα λουλουδάκια της βεράντας, να ξεκινάει το πρωί για τη φαρμακαποθήκη που δούλευε, να γυρίζει το απομεσήμερο κι εκεί, λίγα μέτρα από την πόρτα της πολυκατοικίας ν’ ακούει τις φωνούλες των μικρών παιδιών πίσω από το κάγκελο του δημοτικού. « Ο μάγος, ο μάγος… ελάτε όλοι…». Και μαζεύονταν όλα τα πιτσιρίκια πίσω απ’ τα κάγκελα – πόσο τα ‘ξερε αυτά τα κάγκελα – κι αυτός να πηγαίνει σιμά τους βγάζοντας από την τσέπη ένα παλιό ασημένιο εικοσάρικο. Για πότε το είχε στην παλάμη, πότε το έβγαζε από την μύτη του και πότε το τράβαγε πίσω από το αυτί της σαστισμένης μικρής σγουρομάλλας ένας Θεός ξέρει. Κι έμειναν όλα τα μικρά με το στόμα ανοιχτό κι αυτός , ο ‘μάγος’ , μ’ ένα πλατύ γλυκό χαμόγελο στο στόμα και στα κουρασμένα μάτια του.
Μετά άρχιζε στη βεράντα του το τσάκα-τσούκα. Στην αρχή δεν ξέραμε από πού έρχονταν τα χτυπήματα και τι ήταν. Σύντομα, όμως, καταλάβαμε ότι για άλλους δούλευε πάλι-μια ζωή προσφορά. Χτυπάει το κουδούνι μας, χαρίζει το χαμόγελο του, μας προτείνει ένα βαζάκι άσπρα σπόρια «για το κορίτσι, που είναι στην ανάπτυξη, ο κουκουναρόσπορος είναι ότι πρέπει, μόνο λίγο-λίγο. Είναι από τις κουκουναριές της Θάσου».
«Πως τα πήγες το καλοκαιράκι, κυρ-Βασίλη;»
«Καλά, όπως πάντα, το Σεπτέμβρη στη Θάσο, ψάρεμα, ξεκούραση με τους δικούς μου ανθρώπους, έχουμε και βαρκούλα και πάμε στα σημάδια, στα «εβδομηνταπέντε λιθρίνια», στους «είκοσι σαργούς» και πάει λέγοντας. Αυτοί είναι οι ψαρότοποι, δικά μας ονόματα.»
Φεύγοντας, διακριτικά, μου βάζει στο χέρι μια διπλωμένη εφημερίδα, την ανοίγω, βλέπω «Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ» . «Αν έχεις, μου δίνεις μια δραχμούλα. Έτσι, για τον αγώνα». Του δίνω πέντε. Με κοιτάζει με αγάπη, θα έλεγα, και φεύγοντας ψυθιρίζει: «Στάσου να σου φέρω το κουπόνι, τώρα που θα ξανακατέβω. Βλέπεις πρέπει να πάω μέχρι την Κ.Ο.Β.»
«Ά, ρε Βασίλη» λέω από μέσα μου και το «κατεβείτε, εδώ θα σας ξαναπάρω» του οδηγού του πούλμαν με έφερε κοντά στον νεκρό Βασίλη.
Απ’ το νεκροθάλαμο μέχρι τον τάφο του, τριάντα μέτρα δρόμος, τον σήκωσαν έξι παλληκάρια, χωρίς παπά και ψαλμωδίες, έτσι παράγγειλε, με το φέρετρο σκεπασμένο με τρείς σημαίες, του Κόμματος, της Ένωσης των Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και τη Γαλανόλευκη. Μεγάλη τιμή να σε ξεπροβοδίσουν οι σύντροφοι σου και να πουν δυο κουβέντες για σένα πριν φύγεις για το ταξίδι.
Κάτι μέσα στο μυαλό μου πέρασε, κάπως ένοιωσα , αυτή τη στερνή ώρα, να περνά από πάνω μας μια σκιά και τη μορφή του με το γνωστό χαμογελάκι να γνέφει σα να έλεγε πως πολύ σε τούτο τον κόσμο έμεινε, πως έπρεπε να φύγει νωρίτερα, τότε μ τους άλλους στην Καισαριανή…
Στον καφέ σκούπισαν οι συναγωνιστές το δάκρυ και άρχισσαν μεγαλόφωνα από τραπέζι σε τραπέζι « Ρε Αντρέα, για θυμήσου στον Στράτη , αμ τότε στο νησί, πέμπτη κλούβα επάνω αριστερά….. Εκεί, με το Βασίλη, θυμάσαι πως μας έπαιρνε λίγο το νού με τα παιχνίδια του, με τα μαγικά του… Φεύγαμε, ρε παιδί μου, έξω από τα κάγκελα…».
Στο πούλμαν ξανά με σιωπή στην επιστροφή. Βράδιασε. Η φωνή στο μικρόφωνο με ξανάφερε στον κόσμο.
«Σύντροφοι και φίλοι, η Οργάνωση που έβαλε το πούλμαν έχει ένα χρέος ακόμα απέναντι στον Βασίλη. Όπως μας ζήτησε, κανένα στεφάνι δεν ετοιμάστηκε για το ταξίδι του. Άφησε παραγγελία, στη μνήμη του, όποιος μπορεί και θέλει κάτι να δώσει για τον αγώνα… Θα είναι γαληνεμένη η ψυχή του στον Παράδεισο… Κι ας μην πιστεύουμε σ’ αυτά. Αν υπάρχει Παράδεισος, πάντως, ένας κομμουνιστής σαν τον Βασίλη σίγουρα βρίσκεται εκεί..».
«Ά, ρε Βασίλη, σκέφτηκα σχεδόν φωναχτά, «ακόμα και στο χώμα δουλεύεις για το κόμμα», και πήρα πάλι ένα κουπονάκι που το φυλάω σαν ένα κομμάτι απ’ τον καλό μου γείτονα….
Συγγραφέας: Κοσμάς Γ. Κρομμύδας.
………………………………………………….
‘17 παράθυρα ανοιχτά’ ο τίτλος του βιβλίου του Κοσμά Κρομμύδα από όπου και αναδημοσιεύω το διήγημα του «Ά ρε Βασίλη». Το βιβλίο το υπογράφει «ΚρόΚος» όπως υπογράφει και τους πίνακες ζωγραφικής του. Δηλαδή, ο λογοτέχνης μας χρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Κι΄όπως μόλις ανέφερα εκτός από την λογοτεχνία ασχολείται και με την ζωγραφική.
Απόφοιτος του ΕΜΠ ο Πειραιώτης συγγραφέας και ζωγράφος Κοσμάς Γ.Κρομμύδας –ΚρόΚος-, μου προσέφερε πρόσφατα αυτό το βιβλίο του που συμπεριλαμβάνει και μία μικρή ποιητική συλλογή με τον τίτλο : «σταγόνες ψυχής». Τον ευχαριστώ.
Επιμέλεια στήλης
Τασσώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια