Βγήκε έξω απο το σπίτι και έκλεισε σιγανά την πόρτα.Το χιόνι έπεφτε απαλό σα βαμβάκι κι ένας αέρας κρύος και απαλός της δρόσισε το πρόσωπο.Η νύχτα ήταν σκοτεινή,χωρίς αστέρια και το φεγγάρι ίσα-ίσα που αχνοφαίνονταν στο βάθος του ουράνιου θόλου,απρόσιτο και θλιβερό.
Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ακανόνιστα.Κρύωνε και πέρασε το σάλι της δυο φορές πάνω απο τους κυρτούς ώμους της.Περπατούσε γρήγορα ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω της.
Στους δρόμους δεν κυκλοφορούσε ψυχή,μια απόκοσμη σιγαλιά επικρατούσε,ώσπου την διέκοψε ο ήχος μιας μοτοσυκλέτας.
Κρύφτηκε μέσα σε ένα χάλασμα.Σε λίγο φάνηκε απο την γωνία του δρόμου μια γερμανική περίπολος.Πέρασε απο μπροστά της και απομακρύνθηκε.Ξαφνικά,μετά απο εκατό μέτρα περίπου, σταμάτησε δίπλα σε μια συστάδα θάμνους.Η γυναίκα κοιτούσε με κομμένη ανάσα.Κατέβηκε ο συνοδηγός απο το κουβούκλιο της μηχανής,με το όπλο στα χέρια και πλησίασε έναν άντρα που κειτόνταν πάνω στο πεζοδρόμιο.Τον χτύπησε δυνατά με την μπότα του στα πλευρά και είπε στον οδηγό.
΄΄Er ist schon lange tot.Los,gehen wir!΄΄(Είναι νεκρός απο ώρα.Πάμε να φυύγουμε).
Δεν καταλάβαινε τι έλεγαν.Όταν η μηχανή απομακρύνθηκε, πλησίασε στο σημείο που είχαν σταματήσει.Ήταν ένας νέος, κοκκαλωμένος,χιόνι είχε καλύψει τα πυκνά,κατσαρά μαλλιά του.
Το πρόσωπο του είχε μια έκφραση απορίας,σαν να αναρωτιόταν ότι ήρθε η ώρα του να πεθάνει και να μην το πίστευε.
Έκανε τον σταυρό της και έφυγε προς τις γραμμές του τρένου.
Περπάτησε δέκα λεπτά ακόμη ώσπου έφθασε.Γονάτισε,έκλεισε τα μάτια και έβαλε το λαιμό της πάνω στις ράγες.
Ο νούς της πήγε στα πέντε παιδιά της και τον συγχωρεμένο άντρα της.Αναστέναξε.Ήξερε ότι στις δώδεκα ακριβώς τα μεσάνυχτα θα περνούσε το τρένο,όπως έκανε κάθε βράδυ.Λίγα λεπτά απέμεναν.Σκέφθηκε το νεκρό παλληκαράκι με την αλλόκοτη έκφραση στο πρόσωπο του .Αυτός ήθελε να ζήσει και αυτή να πεθάνει.Ένιωσε μια ανεπαίσθητη δόνηση στο αυτί της.Κατάλαβε ότι πλησίαζε.Μετά απο λίγα δευτερόλεπτα άκουσε τον ήχο του τρένου.Της φάνηκε ανατριχιαστικοός. Ο ήχος ολοένα και πλησίαζε, τα φώτα του μεταλλικού θηρίου έπεσαν πάνω της, η καρδιά της ράγισε, μα δεν λιγοψύχησε,λίγες στιγμές πριν το τέλος, λίγο ακόμη…
Και τότε,ένα χέρι την άρπαξε με μανία και την τράβηξε με όλη του την δύναμη προς το μέρος του,πέφτοντας στην αγκαλιά του.
Το τρένο πέρασε σφυρίζοντας και η γυναίκα αναγνώρισε στο πρόσωπο ενός παιδιού,τον γιο της.Ξέσπασε σε λυγμούς.
΄΄Γιατί το έκανες μητέρα;΄΄ρώτησε το παιδί.
Η γυναίκα τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια και ενοχή, αλλά δεν απάντησε.Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, αναθάρρησε και τον ρώτησε.
΄΄Τα μικρά ξύπνησαν;΄΄
΄΄Οχι,κοιμούνται΄΄.
΄΄Πως με βρήκες παιδί μου;΄΄
΄΄Ξύπνησα,σαν ενα όραμα και κατευθύνθηκα προς τις γραμμές του τρένου.Η μυρωδιά σου με οδήγησε σε σένα,μητέρα΄΄.
Τον έσφιξε στην αγκαλιά της.
΄΄Πάμε στο σπίτι,γιέ μου΄΄ψιθύρισε με την γλυκιά της φωνή.
Κώστας Γραμματικόπουλος.
Συγγραφέας-ποιητής.
(Πίνακας ζωγραφικής: Άννα Φαμέλη-Παπαποστόλου.
Εικαστικός, καθηγήτρια ζωγραφικής).