Ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που βλέπει στο σπιτικό του παιδάκια να κυλιούνται στα χώματα, να πηδάνε, να πέφτουνε και να κλαψουρίζουνε. Μιουνιχάντρα.
Ήτανε μια παλιά , ξεφλουδισμένη, στραπατσαρισμένη και άχρηστη μπάλα του πόλο, ακουμπισμένη ανάμεσα στις πίπες μου που καθάριζε ο Ιμάμ Ντιν ο υπηρέτης μου.
-Την θέλει αυτήν τη μπαλίτσα ο Ουρονογέννητος; Είπε αδιάφορα ο Ιμάμ Ντιν.
Ο Ουρονογέννητος δεν σκοτιζότανε για την μπαλίτσα το πόλο αλλά παραξενεύτηκε. Τι να την θέλει ένας υπηρέτης;
-Με την άδεια της ευγενείας σας, έχω ένα μικρό γιό. Είδε την μπάλα και την θέλει για να παίζει. Δεν την θέλω για μένα. Ούτε για μια στιγμή δεν θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει ον αξιοπρεπή γέρο- Ιμάμ Ντιν πως ήθελε να παίξει με μια μπάλα του πόλο. Βγήκε στην βεράντα με το τσακισμένο μπαλάκι στο χέρι κι’ ακολούθησε μια θύελλα από χαρούμενες κραυγές, ένα φουρφούρισμα από ποδαράκια και το ταπ-ταπ-ταπ πού έκανε η μπάλα καθώς κύλαγε στο δάπεδο.
Ήτανε φανερό πως ο μικρός γιος περίμενε έξω απ’ την πόρτα για να εξασφαλίσει τον θησαυρό του. Πως όμως είχε καταφέρει να δει τη μπαλίτσα του πόλο;
Την άλλη μέρα, γυρνώντας μισή ώρα νωρίτερα από το συνηθισμένο από το γραφείο μου, συνάντησα στην τραπεζαρία ένα μικρούλη ανθρωπάκο. Ένα μικροσκοπικό παχουλό ανθρωπάκο ντυμένο μ’ ένα κωμικό πουκάμισο τόσο κοντό, που μόλις έφτανε λίγο πιο κάτω από τη φουσκωμένη κοιλιά του. Τριγύριζε μέσα στην κάμαρα με το δάκτυλο στο στόμα σιγοτραγουδώντας παραπονετικά καθώς παρατηρούσε προσεκτικά τις φωτογραφίες. Χωρίς αμφιβολία ήτανε «ο μικρός γιος».
Φυσικά δεν είχε καμιά δουλειά στο δωμάτιο μου, ήτανε όμως τόσο απορροφημένος με τις ανακαλύψεις του, που ούτε καν πήρε χαμπάρι πως μπήκα. Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο και τινάχτηκε σπασμωδικά. Κάθισε χάμω και του κόπηκε η ανάσα. Γούρλωσε τα μάτια κι’ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ξέροντας τι θα επακολουθούσε έφυγα βιαστικά. Πίσω μου ακούστηκε ένα συρτό και στεγνό κλαψούρισμα που έφτασε στο σπίτι του υπηρέτη μου πιο γρήγορα από οποιαδήποτε δικιά μου πρόσκληση. Σε δέκα δευτερόλεφτα ο Ιμάμ Ντιν ήτανε στην τραπεζαρία. Έπειτα ακουστήκανε απελπισμένοι λυγμοί και γυρνώντας βρήκα ον Ιμάμ Ντιν να ξυλοφορτώνει τον μικρό αμαρτωλό που χρησιμοποιούσε σχεδόν όλο του το πουκάμισο για μαντήλι.
-Αυτό το παιδί, είπε αμερόληπτα ο Ιμάμ Ντιν, είναι ένας παλιάνθρωπος. Μ’ αυτά που κάνει θα καταντήσει οπωσδήποτε στην φυλακή. Νέοι θρήνοι μετανοίας και μια περίτεχνη απολογία του Ιμάμ Ντιν σ’ εμένα.
-Πες στον μικρούλη, είπα πως ο Σαχίμπ δεν είναι θυμωμένος και πάρε τον από εδώ. Ο Ιμάμ Ντιν μεταβίβασε τη συγχώρεση μου στον ένοχο που είχε μαζέψει τώρα όλη την πουκαμίσα γύρω στο λιμό του σα βρόχο και οι οιμωγές καταλήξανε σε ένα λυγμό. Κινήσανε κι’ οι δυο για την πόρτα.
-Τον λένε Μωχάμετ Ντιν, είπε ο Ιμάμ Ντιν, λες και τα’ όνομα του ήτανε κι’ αυτό μέρος του εγκλήματος. Και είναι ένας παλιάνθρωπος. Μη διατρέχοντας κίνδυνο προς το παρόν, ο Μωχάμετ Ντιν γύρισε μεσ’ απ’ την αγκαλιά του πατέρα του και είπε θλιμμένα: «Είναι αλήθεια πως με λένε Μωχάμετ Ντιν αλλά δεν είμαι παλιάνθρωπος. Είμαι άνδρας εγώ !».
Από κείνη τη μέρα χρονολογείται η γνωριμία μου με τον Μωχάμετ Ντιν. Ποτέ πια δεν ξαναμπήκε στην τραπεζαρία μου, αλλά στο ουδέτερο έδαφος του κήπου χαιρετιόμαστε με πολύ επισημότητα, αν και ην κουβέντα μας περιοριζότανε σ’ ένα «Ταλαάμ Σαχίμπ» από μέρους του και «Σαλαάμ Μωχάμετ Ντιν» από μένα. Κάθε μέρα στο γυρισμό μου απ’ το γραφείο το μικρό άσπρο πουκάμισο και το μικρό παχουλό κορμάκι ξεφύτρωναν από την ισκιάδα που κρυβόταν , κάτω από την φουντωτή πέργκολα τη σκεπασμένη με κισσό. Και κάθε μέρα βάσταγα εκεί τ’ άλογο μου για να μην πάει χαμένος ο χαιρετισμός μου ή για να χάσει την σημασία του.
Πάντα ασυντρόφιαστος γύριζε ο Μωχάμετ Ντιν.
Πιλαλούσε γύρω στον τοίχο και μπαινόβγαινε μέσα στις τούφες των θάμνων του ρετσινιού απασχολημένος με τις μυστηριώδεις υποθέσεις του. Μια μέρα σκόνταψα πάνω σ’ ένα από τα έργα που έχτιζε στην αυλή. Είχε μισοθάψει μέσα στο χώμα την μπάλα του πόλο και είχε κολλήσει γύρω της σε κύκλο έξη μαραμένα χρυσάνθεμα. Έξω από τον κύκλο πάλι, ήτανε ένα ακανόνιστο τετράγωνο δουλεμένο με κομματάκια από κόκκινο κεραμίδι που εναλλάσσονταν με στολίδια από σπασμένη πορσελάνη. Όλα τούτα ήτανε περιμαντρωμένα μ’ ένα μικρό φράχτη από χώμα. Ο νερουλάς από το μαγγανοπήγαδο έπιασε να δικαιολογεί τον μικρό μάστορα. Έλεγε πως ήτανε παιδιάστικα καμώματα και πως δεν χάλαγε τον κήπο του.
Μάρτυς μου ο Θεός αν ήθελα να πειράξω ποτέ μου το έργο του πιτσιρίκου. Εκείνο το βράδυ όμως μια βόλτα που έκανα στον κήπο μ’ έφερε χωρίς να το ξέρω ακριβώς επάνω του. Έτσι πριν το καταλάβω ποδοπάτησα τα κεφάλια από τα χρυσάνθεμα, το χωματένιο φράχτη και τα στολίδια από τα σπασμένα πιατικά και τα έφερα όλα άνω κάτω χωρίς να υπάρχει ελπίδα να τα ξαναφτιάξω. Το άλλο πρωί απάντησα τον Μωχάμετ Ντιν να κλαίει σιγαλά μονάχος του πάνω από τα ερείπια που είχα σπείρει. Κάποιος είχε την σκληρότητα να του πει πως ο Σαχίμπ ήτανε πολύ θυμωμένος μαζί του που χάλαγε τον κήπο και είχε σκορπίσει τα παλιοσκουπίδια του βρίζοντας.
Ο Μωχάμετ Ντιν δούλευε μια ολάκερη ώρα για να σβήσει κάθε ίχνος από το χωματένιο φράχτη και τα στολίδια από τα σπασμένα γυαλικά. Έτσι όταν γύρισα από το γραφείο, μου είπε με δακρυσμένο πρόσωπο και ένοχο ύφος «Ταλαάμ Σαχίμπ» . Ρώτησα αμέσως τι έτρεχε και είπα στον Ιμάμ Ντιν πως με την άδεια μου μπορούσε να διασκεδάζει όπως τα’ άρεσε. Και τότε πια το παιδί πήρε θάρρος και βάλθηκε να χαράζει στο χώμα το σχέδιο ενός πύργου που μπροστά του η δημιουργία με τα χρυσάνθεμα και την μπάλα του πόλο θα έσβηνε.
Για κάμποσους μήνες ο μικρός και παράξενος χοντρούλης μας διάγραψε την ταπεινή του τροχιά ανάμεσα στους θάμνους της ρετσίνας και τα χώματα. Όλο στόλιζε υπέροχα παλάτια με μαραμένα λουλούδια που πέταγε ο κηπουρός, με λεία χαλίκια , φαγωμένα από το νερό, με κομμάτια από σπασμένα γυαλιά και με φτερά που φαντάζομαι πως θα τα τράβαγε από τα πουλερικά μου. Πάντα μόνος και πάντα σιγοτραγουδώντας ένα λυπητερό σκοπό.
Μια μέρα, κοντά στην άκρη από τα χτίσματα του έπεσε ένα χοχλάδι με ανοιχτόχρωμες βούλες. Παρατήρησα πως ο Μωχάμετ Ντιν θα έχτιζε με την δύναμη του κάτι ξεχωριστό σε λαμπρότητα.
Και δεν έπεσα έξω. Σκεφτότανε, σκεφτότανε κάπου μια ώρα και το λυπητερό τραγούδι του κατέληξε σ’ ένα θριαμβικό ύμνο Έπειτα άρχισε να σχεδιάζει στο χώμα. Ήταν σίγουρο πως τούτο εδώ θα γινόταν ένα παλάτι υπέροχο, γιατί στο σχέδιο που χάραξε στο χώμα είχε κάπου δυο μέτρα μάκρος και ένα φάρδος. Το παλάτι όμως δεν έμελε να τελειώσει ποτέ.
Την άλλη μέρα ο Μωχάμετ Ντιν δεν στάθηκε στην αυλόπορτα να με καλωσορίσει όταν γύρισα με εκείνο το «Ταλαάμ Σαχίμπ» του. Είχα συνηθίσει στο χαιρετισμό του και η έλλειψη του μου στοίχησε.
Την άλλη μέρα ο Ιμάμ Ντιν μου είπε πως το παιδί είχε ελαφρό πυρετό και χρειαζότανε κινίνο. Του έστειλα κινίνο κι έναν Εγγλέζο γιατρό.
-Δε βαστάνε μωρέ αυτά τα παλιόπαιδα, είπε ο γιατρός φεύγοντας από του Ιμάμ Ντιν.
Μια βδομάδα αργότερα, μόλο που πολλά θα είχα δώσει για να το αποφύγω, απάντησα τον Ιμάμ Ντιν μ’ ένα φίλο του στο δρόμο προς το Μουσουλμανικό κοιμητήρι. Στην αγκαλιά του, τυλιγμένο σ’ ένα άσπρο πανί, κουβάλαγε το λείψανο του Μωχάμετ Ντιν.
Joseph Rudyard Cipling- / 30-12-1865, Μουμπάι, Ινδία & 18 -1-1936, Λονδίνο / Ράντγιαρ Κίπλινγκ/ Μεγάλη Βρετανία.
Καλό;
Ο Ρ. Κ., φιλολογική δόξα της Αγγλίας που υποστήριξε την αποικιοκρατική πολιτική των συμπατριωτών του (19ου αιώνας), γόνος και ο ίδιος οικογένειας που κατοίκησε στην Ινδία πολλά χρόνια, συνέγραψε αρκετά έργα διηγήματα και μυθιστορήματα ινδικής υποθέσεως όπως το δημοσιευμένο. Είναι γνωστός παγκόσμια εκτός από πολλά βιβλία του-ανάμεσα τους Το βιβλίο της ζούγκλας, Κιμ, το διήγημα Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς και με ένα από τα διασημότερα του 20ου αιώνα ποιήματα ,το : Αν.
- Ευχαριστώ την εκλεκτή λόγια Χριστίνα Μαυρίδου δρ. Πανεπιστημίου Λυών και μεταφράστρια Αγγλικής λογοτεχνίας για την άψογη μετάφραση της.
Επιμέλεια σελίδας
Τασσώ Γαΐλα
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια