Τά βελούδινα του Βελούδη

Φιλοξενούμενη συγγραφέας η Αργυρώ Ζαννίκου-Ψώρα.

Υπήρξε κάποια εποχή του περασμένου αιώνα, που οι άνθρωποι διασκέδαζαν, ακόμα και με την φτώχεια τους, τα παθήματα τους, ή τις κακοτυχίες τους. Η ειλικρίνια τους, δεν γνώριζε ενδοιασμούς και υστετορουλίες. «Αγνοί και καθαροί τη καρδία», ομολογούσαν σε γνωστούς και φίλους , κάθε καλό ή κακό που τους συνέβαινε. Έτσι όχι μόνο μοιραζόταν το πρόβλημα τους και ανακουφίζονταν, γιατί «ο πόνος μοιρασμένος, στα μισά χωρισμένος», λέει ο λαός, αλλά άκουγαν και μία δεύτερη γνώμη, από αυτούς που πίστευαν πως τους αγαπούν και συμπάσχουν μαζί τους. Παράλληλα το ίδιο γεγονός γινόταν πολλές φορές , πρόξενος εφορίας, χαράς και γέλιου και για τους ίδιους τους πάσχοντες.

Οι Τούρκοι κατακτητές, όταν γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και ζητούσαν να εισπράξουν τον Κεφαλικό φόρο, δεν λογάριαζαν φτωχούς ή πλούσιους. Κρατούσαν ένα τεφτέρι στα χέρια τους, και προχωρούσαν κτυπώντας όλες τις πόρτες , χωρίς καμιά εξαίρεση.

Στην γειτονιά μας στον Καρυώτο, ένα πρωινό, μια κοπέλα, η Μόσχω, ανεβασμένη στο ξύλινο ετοιμόρροπο μπαλκόνι του σπιτιού της, κρέμαζε τα κλινοσκεπάσματα της οικογένειας της να τα δει ο πρωινός ήλιος. Όλα όμως ήταν σε απελπιστική κατάσταση. Παντού υπήρχαν τρύπες μικρές ή μεγάλες, και ήσαν ξεφτυσμένα εδώ κι εκεί, έτοιμα να διαλυθούν με το πρώτο τίναγμα.

Σε λίγο φάνηκε η εξαδέλφη της η Μερσίνα. Είδε τη Μόσχω στο μπαλκόνι και της φώναξε:

-Καλημέρα, Μόσχω μου, ήντα κάμνεις;

-Καλή σου μέρα Μερσίνα, ήντα να κάμνω.Ήκουσα από βραδίς, αφ’ τη ξαδέλφη μου την Ελέγκω, πως σήμερις θα περάσουνε τα νταγκαλάκια, οι νταήδες, ξέρεις, οι άχαροι-κακό χρόνο να’ χουνε- και θα μας γυρεύουνε πάλι φόρους να τους δωκόμενε, από κείνα που δεν έχουμενε, αλλά έννοια σου, τους τοιμάζω ένα γιουρούσι, μα ήντα γιουρούσι που θα το θυμούνταινε για χρόνια,. Κάτσε, μωρή, και θα δεις.

-Μωρή μουρλή, κάτσε στ’ αυγά σου, μη σε μπαγλαρώσουνε, και σε κλείσουνε στο Καρακόλι, κι άντε να βγεις, της είπε η ξαδέλφη της.

-Μωρή, έλα δω στο τσαρδάκι, που σου λέω και θα δεις και τα τσακούμια του δρόμου να γελούνε, επέμενε η Μόσχω.

-κυρά Σταματού, έβγα να δεις τη κόρη σου, που ζουρλαθήκενε!

-Μωρή, μη σε κόφτει, σιγά ντε μη σ’ ακούσει η μάνα μου, η κουφάλω. Θεού βροντή δεν ακού η έρμη. Κοίτα εδωνά, ήντα ‘βγαλα αφ’ το ρημάδι το σεντούκι που μου ‘φηκενε κληρονομιά η νόνα μου η ‘παραλού’. Όλα τα κουρέλια που ‘κρυβενε η σπαγγοραμμένη να τα κάμει κουρελούδες….

Τώρα θα μου πείς και τα δικά σας τα στρωσίδια ποιο καλά είναι;Όχι, μα τούτα πιά, είναι για να ‘ναι. Το λοιπό, μόλις ζητήξουνε γρόσια, θα τους αδειάσω το σεντούκι με τα κουρέλια από ‘δωνά πάνω στο δρόμο, να μετρούν κουρέλια αντί γρόσια, μέχρι αύριο.

Εκείνη τη στιγμή, δυο Τούρκοι, εισπράκτορες των φόρων, περνούσαν κάτω από το μπαλκόνι της Μόσχως και ο ένας της φώναξε:

– Που είναι τζάνεμ, αντάμ Μπελούντης πίτι;

Η Μόσχω, με όλη την νεανική της αφέλεια, τους απαντά, δείχνοντας τους τα κουρελιασμένα κλινοσκεπάσματα.

-Εδώνά, εδωνά, αφεντάδες μου, ε βλέπετενε τα Βελούδα του Βελούδη, που μόλις απόθεκα στο ρεμπαγό, εδωνά στο τσαρδάκι; Είπε κι άρχισε να πετά σωρούς τα κουρέλια, λες και ήσαν χαρτοπόλεμος…

Ύστερα άρχισε να γελά τόσο δυνατά, που πήραν είδηση όλοι οι γείτονες και μαζεύτηκαν κάτω από το μπαλκόνι της Μόσχως.Όταν είδαν τα κουρέλια που σκέπαζαν τον δρόμο, άρχισαν όλοι τα γέλια. Μόνο οι Τούρκοι τα’ χασαν και κοιτούσαν απορημένοι ο ένας τον άλλο, και η Μερσίνα, που όρμησε μέσα στο σπίτι της Μόσχως για να κρυφτεί.

Γρήγορα κατάλαβαν οι φοροεισπράκτορες ότι δεν επρόκειτο να εισπράξουν ούτε ένα γρόσι από αυτό το σπίτι, εκτός από τα κουρέλια που η Μόσχω συνέχιζε να πετά στο δρόμο, και έτσι άρχισαν κι αυτοί να γελούν και ξεκίνησαν να φύγουν, αφού έριξαν ακόμα μια ματιά, στα Βελούδα του Βελούδη που κυμάτιζαν στο τσαρδάκι και πάλευαν να μην  διαλυθούν στο βοριά που τα χτυπούσε ανελέητα…

Αργυρώ Ζαννίκου-Ψώρα.

………………………………………….

Το διήγημα της συγγραφέας Αργυρώς Ζαννίκου-Ψώρα  « Τα βελούδινα του Βελούδη» είναι το πρώτο από τα 20 διηγήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο της «Τα εύθυμα της βεγγέρας».

20 διηγήματα, μαρτυρίες μιάς άλλης εποχής , πολύ χιούμορ, ανθρωπιά, η Χίος του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα ‘ζωγραφισμένη’ , ‘αποτυπωμένη’ στα διηγήματα της συγγραφέας μας που μας παρουσιάζει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση ,την λαογραφία κα την καθημερινότητα της Χίου ευχάριστα, απλά και λογοτεχνικά.

Τα εύθυμα της βεγγέρας.Εκδόσεις Άλφα πί/Ροδοκανάκη 7-Χίος/2019.

Ευχαριστώ την συγγραφέα για την άδεια αναδημοσίευσης του διηγήματος της. Υπόχρεη.

Επιμέλεια στήλης

Τασσώ Γαΐλα

Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.