Το Διήγημα του Σαββάτου. ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ Του Κώστα Λιάκου 

 

Φαίνεται, ακόμα και σήμερα, υπάρχουν ελάχιστα έστω, νιάτα με χαμόγελα δροσερά, ξεχασμένα από εποχές ανεπίστρεπτες.

Το μεσημέρι εκείνο του Μαρτίου αυτή την έντονη αίσθηση δημιούργησε στον Γρηγόρη, έναν άντρα προχωρημένης ηλικίας. Μιά αίσθηση, πραγματικά ξεχωριστή.

Από το βάθος του δρόμου, άκουγε φωνές αγοριών και κοριτσιών σαν ένα ηχητικό θαρρείς δίχτυ που είχε απλωθεί σε όλο το μήκος και πλάτος της γειτονιάς. Ήταν η ώρα που έληξαν τα μαθήματα του γυμνασίου και λυκείου.

Ύστερα από λίγο ένιωσε ό,τι δεν μπορούσε να φανταστεί. Δύο μαθήτριες – παραδόξως για τα σημερινά δεδομένα – η παρουσία τους δημιούργησε ανάμικτα συναισθήματα νοσταλγίας και ευχάριστης έκπληξης αφ’ ενός, αλλά και οργής και πόνου αφ’ ετέρου.

Φτάνοντας κοντά στον Γρηγόρη τα δύο συμπαθητικά, νόστιμα κορίτσια, η αύρα της απαράμιλλης νιότης τους, ασυγκίνητο δεν τον άφησε. Η μία, ακόμα περισσότερο εκείνες τις στιγμές, εξέπεμπε μιά αισθησιακή διάθεση. Κι αυτό, καθώς τα λαμπερά ηλιόχαρα της μάτια τον έκαναν να προσέξει τον κόκκινο στηθόδεσμο της που άφηνε σε βασανιστικά, εντυπωσιακή θέα, η διάφανη ανοιχτή μπλούζα της.

Ο θαυμασμός του, απαρατήρητος δεν πέρασε από τη συμπαθητική κοπέλα. Το χαμόγελο της, σαν ηλιακή καταιγίδα πάνω του έπεσε, ακινητοποιώντας τον στιγμιαία, στις εκστάσεις μιάς ακατανίκητης νοσταλγίας και μιάς – από καιρό – λησμονημένης επιθυμίας που ξαφνικά, δυναμικά και ανέλπιστα επέστρεψε. Φαντάστηκε πώς η κόρη μιάς υπέροχης αρχαίας θεάς, νικώντας τον χρόνο έφτασε ως εδώ για να θυμίσει στο επιβάλλόμενο “σήμερα” ότι η ομορφιά δεν θα πάψει σε πείσμα του, να υφίσταται.

Η ματιά του κατάφορτη από πόθο και τρυφερότητα, διασταυρώθηκε με την δική της. Αμέσως, όμως, σκέφτηκε, πώς η κοπέλα δεν αποκλείεται να χαμογέλασε και από το κατάλευκο κεφάλι του σαν χιονισμένο πια τοπίο μάταιης ωριμότητας.

Αναγκάστηκε να την προσπεράσει. Δεν άντεξε και γύρισε πάλι να τη δει! Το ίδιο κι εκείνη έκανε, ενώ του χαμογελούσαν μαζί με τη φίλη της, αυτή τη φορά, καθώς απομακρύνονταν.

Συνέχισε με το ανάμικτο εκείνο αίσθημα της ικανοποίησης μα και της πίκρας τον δρόμο του, θέλοντας το στιγμιότυπο αυτό στο νου και την καρδιά, τουλάχιστον να κρατήσει. Ακριβώς για να θυμάται κάθε φορά, ότι τη νιότη σαν δεν την υπολογίζεις όταν πρέπει με απάνθρωπη ταχύτητα σε εγκαταλείπει.

 

Κώστας Λιάκος. μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρίας Κορινθίων Συγγραφέων.

(Το διήγημα, είναι από την συλλογή  μου “Το καθάριο σύννεφο της φυγής”. Έκδοση του 2018. Εκτός Εμπορίου, διανεμόμενο δωρεάν).

 

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.