ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ ΤΟΡΠΕΝΤΟ (Μέρος δεύτερο)

 

Γράφει ο Κώστας Γραμματικόπουλος.

 

Πέρασε μισή ώρα,χωρίς να μπεί,η να βγεί κάποιος ένοικος.Άρχισε να ψιχαλίζει.Άνοιξε το ράδιο.Του άρεσαν τα μπλουζ των μαύρων.Έψαξε τους σταθμούς και έπεσε πάνω σε ένα τραγούδι του Χάουλιν Γουλφ.Του έφτιαξε την διάθεση.Σιγοτραγουδούσε, όταν είδε έναν παχύσαρκο έγχρωμο άνδρα να κατευθύνεται προς την είσοδο της πολυκατοικίας.Βγήκε αμέσως από το αμάξι και τον πλησίασε.

-Συγγνώμη,μήπως ξέρεις σε ποιόν όροφο μένει ο Τόνυ Μορέτι;

-Ο Τόνυ; Στον τρίτο.Τι τον θες;απάντησε ο έγχρωμος με δυσπιστία.

-Είμαι φίλος από τα παλιά και ήρθα να τον δω,απάντησε φιλικά ο Τζιμι και του πρόσφερε ένα τσιγάρο.

Ο έγχρωμος πήρε το τσιγάρο,το άναψε και ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου.

-Έλα,βρέχει,τον παρότρυνε.Έχω να τον δω μέρες τον Τόνυ. Πρέπει να είναι άρρωστος.Καλό ανθρωπάκι,πρόσθεσε συγκαταβατικά.

Ο Τζίμι τον ακολούθησε και μπήκαν στο ασανσέρ,με τον έγχρωμο να εξακολουθεί να καπνίζει.Παρατήρησε πως το ένα του μάτι ήταν γυάλινο,καφέ σκούρο,είχε παχύσαρκα χείλη,με τα προγούλια του να εξέχουν και η μπλούζα του ήταν λερωμένη και βρώμικη.

Βγήκε στον πρώτο όροφο σέρνοντας τα βήματα του,χωρίς καν να τον χαιρετήσει.Ο Τζίμι πάτησε το κουμπί για τον τρίτο.

Φόρεσε τα γάντια του.Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα Κολτ σαρανταπεντάρι, έβαλε τον σιγαστήρα και το ξαναέβαλε στην θέση του.

Έφθασε στον όροφο και βγήκε στον διάδρομο.Είχε τρία διαμερίσματα.Πήγε στο πρώτο,ακριβώς απέναντι από το ασανσέρ και κοίταξε το κουδούνι.Είχε γραμμένο με ξεθωριασμένα γράμματα το όνομα του.Χτύπησε το κουδούνι δυο φορές και περίμενε.Τίποτα.Έβγαλε από την τσέπη του μια αρμαθιά από αντικλείδια.Μέσα σε ελάχιστο χρόνο άνοιξε την πόρτα.

Ήταν θεοσκότεινα.Άναψε το φως.Υπήρχε ένα στενόμακρο χολ που κατέληγε σε δυο δωμάτια,αριστερά και δεξιά.

Προχώρησε αθόρυβα.Όλες οι αισθήσεις του ήταν σε υπερδιέγερση.Κυρίως η ακοή του.Έφθασε στο πρώτο δωμάτιο.

Ήταν μια μικρή κουζίνα.Έριξε μια ερευνητική ματιά.Δεν ήταν κανείς.Βγήκε έξω και πήγε στο άλλο δωμάτιο.Η πόρτα ήταν κλειστή.Την άνοιξε όσο πιο σιγανά μπορούσε,αλλά παρόλα αυτά, ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο ακούστηκε.Άκουσε ένα μικρό θόρυβο,σαν κάποιος να ανάσαινε.

Στο μισοσκόταδο διέκρινε ένα κρεβάτι.Κάποιος κοιμόταν.

Έβγαλε το περίστροφο.Περπάτησε στις μύτες των παπουτσιών του.Έφθασε πάνω από το κρεβάτι.Ένας άνδρας σκεπασμένος με μια κουβέρτα κοιμόταν βαθιά.Έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο του.Το δάχτυλο του χάιδεψε την σκανδάλη,αλλά δεν την πάτησε.Τον παρατήρησε προσεκτικά.Ήταν μεγάλος σε ηλικία, ένας γεράκος με λευκά μαλλιά.Είχε ρίγη και έκανε σπασμούς κάθε λίγο.Ήταν άρρωστος και καταβεβλημένος.Παραμιλούσε στον ύπνο του.Τράβηξε το δάχτυλο από την σκανδάλη. Ο γεράκος κάτι ψιθύρισε. Δεν άκουσε τι είπε.

Έβαλε το περίστροφο στην τσέπη του.Έφυγε και έκλεισε πίσω του την πόρτα.Βγήκε στον διάδρομο.Δεν ήταν κανείς.Πήρε το ασανσέρ και κατέβηκε στην είσοδο.Η βροχή είχε δυναμώσει.

Σήκωσε τον γιακά της καπαρντίνας του για να προφυλαχτεί.

Μπήκε γρήγορα στο αμάξι. Άνοιξε το ράδιο.Το μπλουζ συνέχισε να παίζει.Τώρα όμως ακουγόταν μελαγχολικό στα αυτιά του.

Άναψε την μηχανή και κατευθύνθηκε προς το Κουινς.

Το επόμενο πρωινό έστειλε πίσω τον φάκελο με τα εικοσιπέντε χιλιάδες δολάρια,με ένα σημείωμα που έγραφε:

“Τα λεφτά που παίρνω τα έχω συμφωνήσει με τον Θεό και τον Διάβολο”.

Το βράδυ της ίδιας μέρας,ο Τορπέντο βρέθηκε νεκρός σε ένα παράδρομο του ποταμού Χάντσον, με μια σφαίρα καρφωμένη στον αυχένα.

 

Κώστας Γραμματικόπουλος

Συγγραφέας-ποιητής.

Μέλος Π.Ε.Λ.

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.