Μίξη και κράση (ομοιότητες – διαφορές) Του Κ. Α. Ναυπλιώτη

 

Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στο κεραμίδι και στο ρήμα κεράννυμι.

Στο παρόν θα προσπαθήσουμε να βρούμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στις σχετικές λέξεις κράση & μίξη. Αναφέραμε πως το κεραμίδι παράγεται από το ρ. κεράννυμι, που σημαίνει ανακατεύω υγρά μέσα σε κέρατο. Απ’ εδώ παράγονται πολλές λέξεις όπως: κερνάω (με τη σημασία τού προσφέρω), κρατήρας, αρχ. δοχείο για την ανάμειξη υγρών (π.χ οίνου και νερού), αλλά και το στόμιο [κρατήρας] ηφαιστείου.  Άλλες παράγωγες λέξεις είναι: κράμα, άκρατος, ακράτισμα (ήταν ψωμί βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί [οίνο] για πρωινό)  εύκρατος, ευκρασία, σύγκραμα, κέρασμα, κεραστής, ακέραστος, ακέραιος, ακήρατος, ακραιφνής, κέραμος, κριός….
Όσο και να μας φαίνεται παράξενο όλες αυτές οι λέξεις, παράγονται από το κέρας – κέρατο, που λόγω του κοίλου σχήματός του, χρησίμευε ως το πρώτο  ποτήρι τού πρωτόγονου ανθρώπου.
Διαβάζουμε λοιπόν στο λεξικό Σουίδα, όπου βρίσκουμε τη λεπτή διάκριση μεταξύ των δύο αυτών σχεδόν συνωνύμων: “ ἐπί πλέον γάρ τι ἡ μῖξις τῆς κράσεως” δηλ. η μίξη είναι κάτι περισσότερο από την κράση, και, “εἰ μέν γάρ τι κέκραται, καί μέμεικται” = διότι, εάν κάτι έχει υποστεί κράση, έχει υποστεί και μίξη. Αλλά, “οὐ μήν πᾶν μεμιγμένον κέκραται” = αλλά όμως κάθε τι που έχει αναμειχθεί, δεν σημαίνει πως έχει υποστεί κράση. Και εξηγεί: “ ἡ μέν γάρ τῶν ξηρῶν μῖξις οὔκ ἐστι κρᾶσις” = διότι η μίξη των ξηρών δεν είναι κράση‧ όπως πχ. Σιτάρι με κριθάρι, ρύζι με φακές, τα ρεβίθια με τα φασόλια κοκ.
Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η κράση είναι και μίξη, όχι όμως και το αντίστροφο. Η κράση* γίνεται κυρίως στα υγρά ή και σε ρευστά, όπως νερό και οίνος (κρασί) ή τα υγροποιημένα στερεά όπως ο υδράργυρος, χαλκός, χρυσός, σίδηρος κα.
Στην κράση έχουμε αξεδιάλυτη ένωση των δύο υγρών με αποτέλεσμα να γίνεται η συγχώνευσή τους. Αντίθετα, στα στερεά έχουμε μόνο μίξη και όχι κράση, καθότι “ἡ μέν γάρ τῶν ξηρῶν μῖξις οὔκ ἐστι κρᾶσις” βλ. παραπάνω. Έτσι, στη μίξη (γαλλ. μιξάζ‧ ανάμειξη ήχων, όπως και η λ. μίξερ) χρησιμοποιούμε το ρήμα μίγνυμι δηλ. ανακατεύω κάτι με κάτι άλλο, συνενώνω (μίγνυμι τινί τι). Μπορούμε να πούμε πως οι άνθρωποι σμίγουν (δηλ. συναντιόνται) όχι μόνον ως σώματα, αλλά και τα χέρια τους. Οι κοινωνικές επαφές μπορούμε να τις ορίσουμε ως σμίξιμο ανθρώπων πρβλ. το δημοτικό “τρείς αντρειωμένοι σμίξανε”, αλλά και την αρχαία παροιμία “Ἤν δέ κακοῖς σιμμίσγῃς, ἀπολεῖς καί τόν ἐόντα νόον” (είναι φανερό πως το μίσγω με μετάθεση του σ έδωσε το ν.ε σμίγω). Επίσης έχουμε και το σχετικό λαϊκό “με κάλλιο σου συγκά(θ)ιζε και νηστικός σηκώνου”!           Θα θεωρούσα παράληψη να μην αναφερθούμε και στην ωραιότατη λέξη μισγάγκεια‧ (μίσγω + άγκος δηλ. φαράγγι‧ εκ του άγνυμι;]) δηλαδή το σημείο που “συναντιόνται” (συμβολή) δύο ποταμοί. Θα πρέπει να αναφερθούμε και στις λέξεις: αιμομιξία, όπως και στη λ. μιξοβάρβαρος  δηλ. ο κατά το ήμιση βάρβαρος και κατά το άλλο μισό Έλληνας. Επίσης οι λέξεις: μιγάς‧ ο μεμειγμένος, ανακατωμένος, “μισός – μισός” πρβλ. το του “Επιταφίου” “…οὐδ’ ἐκ πολλῶν ἐθνῶν μιγάδες συλλεγέντες…”
Τέλος, ας μη ξεχάσουμε και τους συμμιγείς αριθμούς, οι οποίοι προέρχονται από το άθροισμα άλλων ομοειδών αριθμών… τις λέξεις: αμιγής -ης – ες ( α στερ. + μ(ε)ίγνυμι) το επιρρ. μίγδην από τη φρ. “φύρδην – μίγδην” ανακατεμένα, άνω – κάτω.

* Θα ήταν παράληψη να μην αναφερθούμε στην ανθρώπινη κράση π.χ “γερή κράση” και την ιδιοσυγκρασία (ίδιος + σύγκρασις [του συγκεράννυμι]) ως ψυχική ιδιομορφία του ατόμου έναντι εξωτερικών επιδράσεων. Τέλος, στη γλωσσολογική κράση ως λεξιλογικό φαινόμενο δηλ. τη συγχώνευση τού τελικού φωνήεντος με το αρχικό τής επομένης σε μία συλλαβή. Π.χ. το εναντίον → τοὐναντίον, το ελάχιστον → τοὐλάχιστον, και εγώ → κἀγω, τα άλλα → τἆλλα κλπ.

 

knafpl@hotmail.com

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.